Και αυτό το βιώνουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι Έλληνες πολίτες, που αντί ουσιαστικών δράσεων και αποτελεσματικών πράξεων για την επίλυση των καθημερινών τους προβλημάτων, ακούμε από την πολιτική ηγεσία της χώρας και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, πολιτικάντικες παραδοχές και αόριστες υποσχέσεις.
Για μια ακόμη Κυριακή, χθες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην καθιερωμένη του πλέον ανάρτηση στο Facebook και τι δεν υποσχέθηκε.
Αρχικά δήλωσε προφανώς υποκριτικά ναι μεν οι ευρωεκλογές με το κακό αποτέλεσμα για το κυβερνών κόμμα αποτελούν παρελθόν, αλλά το μήνυμα που έστειλαν οι πολίτες η κυβέρνηση το έχει λάβει σοβαρά υπόψη της, ιδιαίτερα όπως ο ίδιος έγραψε στο ζήτημα της ακρίβειας.
Το πόσο σοβαρά έχει λάβει η κυβέρνηση το πρόβλημα της ακριβείας, όμως, φάνηκε από τη συνέχεια των γραφομένων του πρωθυπουργού, ο οποίος ανέφερε ως παράδειγμα ότι για την αντιμετώπιση της, αποφάσισε τη μονιμοποίηση των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στα ταξί και στα delivery του καφέ.
Προφανώς και δεν υπάρχει επαφή με την πραγματικότητα. Η ακρίβεια που μαστίζει την αγορά δεν αντιμετωπίζεται φυσικά με αυτές τις αποφάσεις, ούτε βέβαια με τις πρωθυπουργικές δεσμεύσεις χωρίς αντίκρισμα για περισσότερους ελέγχους στην αγορά.
Απλά γιατί δυστυχώς στην χώρα μας –και η αλήθεια είναι όχι μόνο στην Ελλάδα- η ελεύθερη αγορά είναι συνώνυμο με την ασύδοτη αγορά και οι όποιοι έλεγχοι πέφτουν στο κενό, αφού η ίδια η «ελεύθερη αγορά» έχει φροντίσει να προστατευθεί νομοθετικά για τον τρόπο λειτουργία της που αποσκοπεί αποκλειστικά στο κέρδος.
Το ότι υπάρχουν νόμοι περί αθέμιτου ανταγωνισμού και εναρμονισμένων πρακτικών από μέρος των επιχειρήσεων που δρουν ολιγοπωλιακά και απολαμβάνουν υπερκέρδη είναι γεγονός. Αλλά στην Ελλάδα οι διαδικασίες κατά των επιχειρήσεων που παραβαίνουν τους νόμους του ανταγωνισμού είναι τόσο απελπιστικά αργές, ενώ τα όποια πρόστιμα επιβάλλονται με μεγάλες καθυστερήσεις –και βέβαια κανείς δεν γνωρίζει αν εισπράττονται- αποτελούν «ψίχουλα» μπροστά στα υπερκέρδη που τελικά αποδυναμώνουν τις όποιες προσπάθειες γίνονται για μια υγιή αγορά.
Όσον αφορά την αναφορά του πρωθυπουργού στην επιβολή Προσωρινής Συνεισφοράς Αλληλεγγύης 33% στα πλεονάζοντα κέρδη που κατέγραψαν το 2023 τα διυλιστήρια καυσίμων, αποτελεί στάχτη μάτια.
Αν πραγματικά ήθελε να δείξει όπως ο ίδιος ανέφερε στην ανάρτηση του «έμπρακτη απόδειξη κοινωνικής αλληλεγγύης και δίκαιης αναδιανομής της υπερβάλλουσας κερδοφορίας συγκεκριμένων κλάδων της οικονομίας», τότε δεν θα έπρεπε να μιλά για Προσωρινή Συνεισφορά Αλληλεγγύης, αλλά για κανονικότατη και μόνιμη αύξηση της φορολογίας όχι μόνο των διυλιστηρίων, αλλά και όλων ανεξαιρέτως των μεγάλων επιχειρήσεων που απολαμβάνουν υπερκέρδη σε βάρος των καταναλωτών.
Και ιδιαίτερα στον τομέα των καυσίμων θα έπρεπε να έχει μειώσει τόσο τον ληστρικό Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, όσο και τον ΦΠΑ.
Ειδικά για τον ΦΠΑ, που αποτελεί τον πλέον άδικο κοινωνικά φόρο, αυτός ήδη στην εποχή της ακρίβειας που βιώνουμε θα έπρεπε ήδη να έχει μειωθεί και σε όλα ανεξαιρέτως τα είδη διατροφής και πρώτης ανάγκης.
Κατά τα λοιπά, όπως αναφέρει ο θυμόσοφος λαός τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.