Οι χαμηλές εισοδηματικά τάξεις βιώνουν συνεχώς μείωση των πραγματικών εισοδημάτων τους σε βαθμό μάλιστα που να δηλώνουν ότι δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν ακόμη και για την προμήθεια βασικών καταναλωτικών αναγκών. Ταυτόχρονα το πρόβλημα της στέγασης λόγω των υψηλών ενοικίων και των τιμών των ακινήτων έχει λαμβάνει μορφή χιονοστιβάδας.
Η έκρηξη των τιμών αγαθών και υπηρεσιών έχει δημιουργήσει μια νέα γενιά νεόπτωχων που ανήκουν σε όλες τις ηλικίες, ενώ τείνει νε εκλείψει παντελώς η λεγόμενη μεσαία τάξη. Η ανεργία, όσο και αν η κυβέρνηση δηλώνει ότι έχει μειωθεί, εξακολουθεί να διαμορφώνεται σχεδόν σε διψήφια ποσοστά, ενώ στους νέους και στους άνω των 50 ετών αποτελεί πραγματική μάστιγα.
Είναι πλέον εμφανές ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει χάσει τον έλεγχο και έχει ρίξει όλες τις δυνάμεις της όχι στην επίλυση των πραγματικών προβλημάτων της κοινωνίας, αλλά στην επικοινωνιακή πολιτική μέσω των ελεγχόμενων και φιλικών της μέσων ενημέρωσης, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία.
Η πραγματικότητα, όμως, δεν μπορεί να κρυφτεί γιατί απλά την βιώνουν στην καθημερινότητα τους οι πολίτες που βλέπουν πως σε όλα τα ζητήματα που τους ενδιαφέρουν όπως οι μισθοί, οι συντάξεις, οι φόροι, το κόστος ζωής η κυβέρνηση έχει αποτύχει.
Το μόνο βέβαιο είναι πως και η ίδια η κυβέρνηση «διαβάζει» τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων, η οποία άλλωστε καταγράφεται σε όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων μηνών, αλλά στο επίσημο εκλογικό αποτέλεσμα των πρόσφατων ευρωεκλογών. Ωστόσο οι πολιτικές που εξακολουθεί να εφαρμόζει –και καταγράφονται και στον νέο προϋπολογισμό- δεν συνάδουν με τα συμφέροντα των εργαζομένων, των συνταξιούχων και των μικρομεσαίων επιχειρηματιών .
Η Νέα Δημοκρατία επί πρωθυπουργίας Μητσοτάκη έχει απεμπολήσει κάθε χαρακτηριστικό κοινωνικής ευαισθησίας και έχει χάσει την «ταυτότητα» της λεγόμενης «κοινωνικής δεξιάς». Από κόμμα των μικρομεσαίων και γενικότερα της επαγγελματικής τάξης, η ΝΔ έχει μετατραπεί καθαρά σε κόμμα μόνο των πλουσίων. Είναι οφθαλμοφανές ότι η ΝΔ έχει απολέσει τη βάση της τα τελευταία χρόνια επειδή φάνηκε στο εκλογικό σώμα ότι αντιπροσωπεύει όλο και περισσότερο πολίτες που ανήκουν κατά κάποιον τρόπο στην οικονομική ελίτ.
Παρά το γεγονός αυτό, πάντως, η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ που οδήγησε το κεντροαριστερό κόμμα να απολέσει την αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά και η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να αυξήσει «απειλητικά» τα ποσοστά του, κάνουν την κυβέρνηση της ΝΔ να αισθάνεται ακόμη ασφαλής.
Χρέος λοιπόν των προοδευτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι να δράσουν αν μη τι άλλο «συνεργατικά» για να εμποδίσουν μια κυβέρνηση που πλέον δεν έχει το λαϊκό έρεισμα, παρά μόνο μια ισχυρή μειοψηφία (με ποσοστά πέριξ του 25% στις δημοσκοπήσεις) να συνεχίσει το καταστροφικό της έργο.
Αυτό επιζητά η κοινωνία και δεν ενδιαφέρεται ποιο κόμμα είναι δεύτερο, τρίτο ή τέταρτο στις δημοσκοπήσεις. Οι ψηφοφόροι των προοδευτικών κομμάτων θέλουν να δουν στην πράξη τα κόμματα να συνεργάζονται και στη Βουλή και στην αγορά και στους χώρους εργασίας για να επιτευχθεί η πολυπόθητη κοινωνική συνοχή.
Ιδιαίτερα αυτή την εξαιρετικά δύσκολη περίοδο, τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα πρέπει να «διαβάσουν» και αυτά τη δυσαρέσκεια σε βάρος τους των ψηφοφόρων για την άρνηση τους να συνεργαστούν. Να αφήσουν στην άκρη τις μικροκομματικές τους αντιπαλότητες και να βάλουν φρένο στις κυβερνητικές πολιτικές ευημερίας των ολίγων και φτώχειας των πολλών.
Και οι ευκαιρίες είναι μπροστά με πρώτη την ψήφιση του προϋπολογισμού, που μπορεί να αποτελέσει την απαρχή μιας εποικοδομητικής και πραγματικής συνεργασίας απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.