Με τις τιμές του ηλεκτρισμού να έχουν εκτοξευθεί σε ύψη της τάξης των 350-400 ευρώ/MWh Αγορές Επόμενης Ημέρας και τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια της Γερμανίας και της Γαλλίας να διαπραγματεύονται πάνω από τα 300 ευρώ/MWh η κύρια ανησυχία της ευρωπαϊκής βιομηχανίας είναι το κόστος.
Στην κατεύθυνση αυτή εκφράζονται σοβαρές επιφυλάξεις από τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες και δη τις μεταλλουργίες, τα διυλιστήρια αλλά και όλους τους ενεργοβόρους κλάδους αναφορικά με το σχέδιο της Κομισιόν για τον περιορισμό της κατανάλωσης φυσικού αερίου, ως μέτρου για την κάλυψη της επάρκειας τροφοδοσίας λόγω του περιορισμού ή και της πλήρους διακοπής της ροής φυσικού αερίου από τη Ρωσία μετά τις 21 Ιουλίου.
Το κύριο ζήτημα για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες είναι το κόστος όχι μόνο του φυσικού αερίου αλλά και του ηλεκτρισμού και βεβαίως ο κίνδυνος περαιτέρω αύξησής του σε περίπτωση διακοπής της ροής αερίου από τη Ρωσία.
Η ανησυχία της Eurometaux
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Eurometaux, σύνδεσμος των ευρωπαϊκών βιομηχανιών μη σιδηρούχων μετάλλων στο πλαίσιο της άτυπης διαβούλευσης που διενεργείται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης εν όψει της ανακοίνωσης του σχεδίου της Κομισιόν στις 20 Ιουλίου, χαρακτηρίζει ως εξαιρετικά ανησυχητική την αναφορά της Επιτροπής ότι η βιομηχανία προσαρμόζεται ήδη στις υψηλές τιμές ενέργειας. Παράγοντες του ευρωπαϊκού συνδέσμου σχολιάζοντας τη σχετική αναφορά της Επιτροπής σημειώνουν χαρακτηριστικά ότι «δεν προσαρμοζόμαστε, κλείνουμε εργοστάσια».
Το σχέδιο της Κομισιόν που θα δημοσιοποιηθεί επισήμως την Τετάρτη 20 Ιουλίου και θα συζητηθεί στις 26 από το Συμβούλιο Ενέργειας επιγράφεται «Εξοικονόμηση ενέργειας για έναν ασφαλή χειμώνα».
Από τη βιομηχανία το 10% της εξοικονόμησης φυσικού αερίου
Μάλιστα σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Κομισιόν εφόσον το σχέδιο τεθεί σε εφαρμογή άμεσα η μέγιστη εξοικονόμηση πριν από τον επόμενο χειμώνα κυμαίνεται μεταξύ 25- 60 bcm. Σημειώνεται ότι η Ρωσία παρέχει στην Ευρώπη 150 bcm. Τα 11 bcm θα προέλθουν από εξοικονόμηση στη θέρμανση και την ψύξη, ενώ 4 -40 bcm μπορούν να προέλθουν από περικοπές στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο και 11 bcm από τη βιομηχανία. Το ποσοστό αυτό σύμφωνα με εκτιμήσεις των Ευρωπαίων βιομηχάνων αντιστοιχεί στο 10% της βιομηχανικής ζήτησης φυσικού αερίου.
Η Επιτροπή προτείνει την ενεργοποίηση του δεύτερου επιπέδου συναγερμού ήδη από τις 20 Ιουλίου, με όλα τα κράτη μέλη να επιβάλλουν μειώσεις στη ζήτηση. Το 3οστάδιο συναγερμού προβλέπεται να ενεργοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 12 του Κανονισμού για την Ασφάλεια Εφοδιασμού με Αέριο, εάν και εφόσον η Επιτροπή κηρύξει την ΕΕ σε «έκτακτη κατάσταση».
Τα κριτήρια της ΕΕ για την παροχή στήριξης στις βιομηχανίες
Η Επιτροπή θέτει μια σειρά από κριτήρια για την παροχή στήριξης στις βιομηχανίες που θα υποχρεωθούν σε περιορισμό της κατανάλωσης φυσικού αερίου. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ενθαρρύνει την αλλαγή καυσίμου στην παραγωγή ενέργειας και στη βιομηχανία μέσω μηχανισμών της αγοράς όπως οι δημοπρασίες απόκρισης στη ζήτηση αερίου ή οι συμβάσεις ανταλλαγής μεταξύ των καταναλωτών.
Μεταξύ των κριτηρίων που θέτει η Επιτροπή είναι η παροχή προϊόντων/υπηρεσιών για βασικές ανάγκες όπως υγεία, ασφάλεια και τρόφιμα, διασυνοριακές αλυσίδες εφοδιασμού και δυνατότητες υποκατάστασης αερίου. Πέραν αυτών προβλέπει ως κριτήρια επίσης την «ζημιά στις εγκαταστάσεις» εάν η επιχείρηση έχει συνεχή λειτουργία όπως τα χυτήρια και τα διυλιστήρια και οι «οικονομικοί λόγοι».
Ασάφεια ως προς τους οικονομικούς παράγοντες
Ωστόσο παραμένει ασαφές ποιοι είναι οι «οικονομικοί παράγοντες» που θα ληφθούν υπόψη για να δοθεί προτεραιότητα σε κάποιον κλάδο. Επί του παρόντος φαίνεται ότι εξετάζεται το επίπεδο απασχόλησης ως τον κύριο δείκτη για την αξιολόγηση της προστιθέμενης αξίας ενός κλάδου.
Γεγονός που είναι εξαιρετικά ανησυχητικό για επιχειρήσεις που δεν είναι τόσο εντάσεως εργασίας, αλλά παρέχουν προστιθέμενη αξία στην οικονομία και συμβάλλουν στην ενεργειακή μετάβαση και τους στόχους της Πράσινης Συμφωνίας.
Πρέπει να σημειωθεί ότι από την κατάταξη των κλάδων ως προς την κρισιμότητα τους για την οικονομία θα εξαρτηθούν oι κρατικές ενισχύσεις που θα δοθούν προκειμένου να εξομαλυνθεί το κόστος της αλλαγής καυσίμων και για τους βιομηχανικούς καταναλωτές.