Η πανδημία του κορονοϊού συρρίκνωσε φέτος το οικολογικό αποτύπωμα της ανθρωπότητας, μεταθέτοντας έτσι και την ημερομηνία της λεγόμενης «ημέρας υπερακοντισμού της γης», δηλ. της ημέρας κατά την οποία οι άνθρωποι έχουν καταναλώσει όλους τους φυσικούς πόρους τους οποίους η γη μπορεί να ανανεώσει σε ένα έτος, προς τα πίσω.
Σύμφωνα με επιστημονικούς υπολογισμούς, αυτό το Σάββατο (22 Αυγούστου) όλοι οι ανανεώσιμοι πόροι παγκοσμίως θα είχαν εξαντληθεί για φέτος, ανακοίνωσε το Ινστιτούτο Κλιματολογικών Ερευνών του Πότσνταμ (ΡΙΚ) και άλλοι οργανισμοί προστασίας του περιβάλλοντος. Μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου, η ανθρωπότητα θα ζούσε «με οικολογική πίστωση» πέραν των δυνατοτήτων της.
Λιγότερη υλοτομία και λιγότερο διοξείδιο του άνθρακος (CO2)
Ωστόσο, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, η «μέρα της υπερακόντισης της γης» τοποθετείται τρεις εβδομάδες αργότερα. Μια τέτοια βελτίωση δεν έχει παρατηρηθεί εδώ και χρόνια. Η θετική αυτή περιβαλλοντική τάση με σχεδόν 10% μικρότερη κατανάλωση πόρων είναι άμεσο αποτέλεσμα του οικονομικού lockdown λόγου του κοροναϊού στις περισσότερες χώρες.
Κατά το Ινστιτούτο Κλιματολογικών Ερευνών του Πότσνταμ (ΡΙΚ) οι πιο σημαντικοί παράγοντες που συνετέλεσαν ήταν η μείωση της υλοτομίας και των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακος (CO2). Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ερευνητών, η ανθρωπότητα χρησιμοποιεί αυτήν την στιγμή 60% περισσότερους πόρους από ό,τι μπορεί να ανανεώσει η φύση.
Πώς υπολογίζεται το αποτύπωμα
Οι υπολογισμοί για την «μέρα της υπερακόντισης της γης» γίνονται από το Παγκόσμιο Δίκτυο Αποτυπώματος (Global Footprint Network) και το Πανεπιστήμιο York της Καλιφόρνιας και βασίζονται στην έννοια του οικολογικού αποτυπώματος. Συγκρίνονται δύο αριθμητικές μεταβλητές: αφενός, η βιολογική ικανότητα της γης να συσσωρεύει πόρους και να απορροφά απόβλητα και εκπομπές αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, και, αφετέρου, οι ανάγκες σε δάση, γη, νερό, αρόσιμη γη και αλιευτικών ζωνών που έχουν σήμερα οι άνθρωποι για να επιβιώνουν, αλλά και για την οικονομία. Επί του παρόντος, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακος (CO2) από την καύση ορυκτών καυσίμων αντιπροσωπεύουν το 57% του οικολογικού αποτυπώματος της ανθρωπότητας.
ΑΠΕ-ΜΠΕ