Όπως είναι γνωστό ην επιβολή νέου φόρου διοξειδίου του άνθρακα σε αυτοκίνητα και ακίνητα από το 2027 ψήφισε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, γεγονός που αναμένεται να φέρει σημαντικές επιβαρύνσεις στην Ελλάδα.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με 413 ψήφους υπέρ και 167 κατά ψήφισε την επέκταση του φόρου διοξειδίου του άνθρακα στην πετρελαιοκίνηση αλλά και στην θέρμανση των κτηρίων. Ο νέος φόρος θα ενεργοποιηθεί από το 2027 εκτός και αν οι τιμές –ειδικά του πετρελαίου- είναι τόσο υψηλές που θα δικαιολογούν την χρονική μετάθεση του μέτρου για το 2028.
Εκτός λοιπόν από την ενεργειακή κρίση η οποία παραμένει, «μονόδρομο» θα εξελιχθεί η ένταξη σε κάποιο από τα προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης κτιρίων, για τους περισσότερους ιδιοκτήτες ακινήτων.
Πλέον φαίνεται ότι επί της ουσίας θα είναι υποχρεωτική η ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων, διαφορετικά οι νέοι φόροι θα επιβαρύνουν σημαντικά τους ιδιοκτήτες.
Αυτή την επρίοδο τρέχει το Εξοικονομώ 2023, ωστόσο είναι δεδομένα ότι το πρόγραμμα δεν είναι αρκετό για να καλύψει τις σχετικές ανάγκες.
Ποια είναι η κατάσταση
Ο Ευρωπαϊκός κτηριακός τομέας ευθύνεται για την κατανάλωση του 40%της συνολικήςτελικής ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και για το 36% των εκπομπών του διοξειδίουτου άνθρακα. Επιπλέον, το 35% από τα κτήρια της ΕΕ είναι παλαιότερα των 50 ετών και το 75% από αυτά κρίνονται μη ενεργειακά αποδοτικά. Σύμφωνα με το ενεργειακό ισοζύγιο του έτους 2020, η ενεργειακή κατανάλωση που σχετίζεται με τα κτήρια στην Ελλάδα αντιστοιχεί στο 43% της συνολικής τελικήςκατανάλωσης ενέργειας στη χώρα, ενώ οι κατοικίες αποτελούν έναν από τους πλέονσημαντικούς καταναλωτές ενέργειας στη χώρα, καθώς αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος του κτηριακού αποθέματος (79,1%). Το 83,82% των κτηρίων που έχουν κατασκευαστεί πριν το έτος 1980 έχουν πολύ μικρή ενεργειακή αποδοτικότητα (κτήρια κατηγορίας Η), με τα πιο ενεργοβόρα κτήρια κατοικιών να είναι οι μονοκατοικίες. Αναφορικά με την ενεργειακή κατηγορία των κτηρίων κατοικιών, παρατηρείται ότι τομεγαλύτερο ποσοστό (74,65%) αυτών κατατάσσεται στην Ε-Η, το 21.95% στην Γ-Δ και μόλις το 3.76% στην Α-Β.
Επομένως το ελληνικό κτηριακό απόθεμα κατοικιών παρουσιάζει ιδιαίτερα μεγάλο δυναμικό εξοικονόμησης ενέργειας. Παρότι τα νοικοκυριά στην Ελλάδα παρουσιάζουν χαμηλή ενεργειακή κατανάλωση συγκριτικά με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (6ή θέση στην ΕΕ), όταν αυτή η ενεργειακή κατανάλωση συγκρίνεται με τις κλιματικές συνθήκες των υπόλοιπων χωρών η Ελλάδα πέφτει στη 17η θέση της αντίστοιχης ενεργειακής κατάταξης.
Η αναγκαιότητα λοιπόν ανακαίνισης του κτηριακού τομέα στην Ελλάδα είναι αναμφισβήτητη, καθώς έτσι επιτυγχάνονται ταυτόχρονα σημαντικά ποσοστά εξοικονόμησης ενέργειας, εξοικονόμηση κόστους για τους πολίτες, βελτίωση των καθημερινών συνθηκών διαβίωσης και άνεσης καθώς και, της ασφάλειας και της υγείας των πολιτών κατά τη χρήση των κτηρίων αυτών. Όσον αφορά, στα νοικοκυριά, το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) προβλέπει την ανακαίνιση τουλάχιστον 600.000 κατοικιών έως το 2030. Η επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου συμβάλλει σημαντικά στη ριζική αναβάθμιση του γηρασμένου κτηριακού αποθέματος της χώρας, δίνοντας ταυτόχρονα μία ώθηση στον κατασκευαστικό τομέα, ο οποίος παρουσίασε ύφεση την περασμένη δεκαετία. Με τα Προγράμματα Εξοικονομώ κατ’ Οίκον Ι, Εξοικονομώ κατ’ Οίκον ΙΙ (Α και ΒΚύκλος)και το πρόγραμμα «Εξοικονομώ Αυτονομώ» των προγραμματικών περιόδων 2007-2013, 2014–2020, υλοποιήθηκαν ενεργειακές παρεμβάσεις σε περισσότερες από 140.000κατοικίες/κτηριακές μονάδες ενώ με τα προγράμματα «Εξοικονομώ2021»και «Εξοικονομώ - Ανακαινίζω για νέους» αναμένεται να αναβαθμιστούν επιπλέον 105.000κατοικίες.
Το πρόγραμμα «Εξοικονομώ 2023» προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες πουδιαμορφώνονται από τα κλιματικά δεδομένα της χώρας και τις οδηγίες της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης. Το πρόγραμμα, ακολουθώντας τις βασικές αρχές της εξοικονόμησης ενέργειας, επιδοτεί την εγκατάσταση έξυπνων συστημάτων διαχείρισης ενέργειας (smart home). Το «Εξοικονομώ 2023» εντάσσεται στα εμβληματικά έργα που επιδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, βελτιώνοντας την ενεργειακή κλάση των νοικοκυριών, επιτυγχάνοντας εξοικονόμηση πρωτογενούς ενέργειας πάνω από 30% για κάθε δικαιούχο/κτίριο κατοικίας, μέσω της ενεργειακής αναβάθμισης κατά τουλάχιστον 3 ενεργειακές κατηγορίες.