Με αναφορά στην αρνητική «πρωτιά» της Ελλάδας στην ακρίβεια στο ρεύμα πανευρωπαϊκά για άλλη μία μέρα που καθιστά την Ελλάδα «πρωταθλήτρια» στην χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας για το πρώτο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου, ξεκίνησε την παρέμβασή του στην εκπομπή +NEWS με τον Θεόδωρο Καρυπίδη, ο τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας και βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης, Σωκράτης Φάμελλος.
Αναφέρθηκε ειδικότερα σε στοιχεία που δείχνουν ότι η εκτίναξη της χονδρεμπορικής έχει ως αποτέλεσμα 1,75 ευρώ «καπέλο» στις καταναλώσεις Νοεμβρίου για κάθε 1 ευρώ στους λογαριασμούς ρεύματος, με τους καταναλωτές να πληρώνουν τελικά 2,75 ευρώ, ενώ στην λογαριασμούς που θα εκδοθούν τον Ιανουάριο αναμένεται να τριπλασιαστεί το «καπέλο» τριπλασιάζοντας δηλαδή το κόστος ρεύματος και δήλωσε: «Είναι ξεκάθαρο ότι η κυβέρνηση δεν έχει την ικανότητα να αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος ούτε όμως και τη βούληση να το λύσει. Ενώ μετράμε ήδη δύο (2) μήνες από την εξαγγελία του κ. Μητσοτάκη στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) περί κάλυψης του 80% των αυξήσεων για όλους, ακόμη εκκρεμεί η έκδοση της σχετικής Κοινής Υπουργικής Απόφασης που θα καθορίζει το τελικό ύψος της επιδότησης, τους δικαιούχους κτλ. Σχολίασε επίσης ότι αφενός η όποια επιδότηση δεν επαρκεί για να καλύψει τις αυξήσεις, ότι οι επαγγελματίες, οι αγρότες, οι δημοτικές επιχειρήσεις και οι ΟΤΑ μένουν εντελώς εκτός μέτρων, καθώς και ότι η απόφαση της κυβέρνησης να επιδοτήσει την ακρίβεια από τον εκπλειστηριασμό των δικαιωμάτων ρύπων στερεί πόρους από δράσεις εξοικονόμησης και από δράσεις ανθεκτικότητας και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.
Στάθηκε στη συνέχεια στα στρατηγικά λάθη της κυβέρνησης που επιτείνουν την ακρίβεια στην ενέργεια επικεντρώνοντας σε τρεις (3) βασικές επιλογές:
Στην επιλογή της κυβέρνησης ΝΔ στις αυξήσεις
Ενώ την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ 2015-2019, οι λογαριασμοί ρεύματος δεν αυξήθηκαν ούτε ένα ευρώ, εν μέσω μνημονίων, αλλά προχώρησε και η μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια από 13% σε 6%, η κυβέρνηση της ΝΔ προχώρησε τον Σεπτέμβριο του 2019 σε αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ που κάθε άλλο παρά ενίσχυσαν τον ανταγωνισμό αλλά και μεγάλωσαν τα περιθώρια κέρδους των ανταγωνιστών της.
Στην επιλογή της κυβέρνησης ΝΔ να αφήνει χωρίς έλεγχο και ρύθμιση την αγορά ηλεκτρισμού
Ακόμη και εν μέσω ενεργειακής κρίσης η κυβέρνηση επιλέγει να αφήνει χωρίς έλεγχο και ρύθμιση την αγορά ενέργειας. Ενώ εδώ και πάνω από ένα χρόνο κατατίθενται δημόσια καταγγελίες για «ουρανοκατέβατα» κέρδη κάποιων παραγωγών, για χειραγώγηση τιμών στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και για ολιγοπωλιακή λειτουργία της αγοράς με «συνεννόηση» λίγων παικτών, όπου συμμετέχει και η ΔΕΗ, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και η Επιτροπή Ανταγωνισμού κλείνουν τα μάτια σε αυτά τα φαινόμενα με την ανοχή φυσικά της κυβέρνησης ΝΔ. Ακόμη και το μεγαλύτερο μέρος του 2020, όπου, λόγω της κατάρρευσης τότε στις τιμές των καυσίμων και στη χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας, οι προμηθευτές έφτασαν να πωλούν ακόμη και τέσσερις (4) φορές πάνω από τη χονδρική, η κυβέρνηση δεν παρενέβη ώστε η μείωση του κόστους να μετακυλιστεί στους τελικούς καταναλωτές. Η ΔΕΗ έφτασε τον Απρίλιο του 2020 να προμηθεύεται 28 ευρώ τη μεγαβατώρα και να πουλάει 110 ευρώ τη μεγαβατώρα, να κερδοσκοπεί δηλαδή, με απώτερο σκοπό όπως αποδείχτηκε να παραδοθεί σε ιδιώτες.
Στην επιλογή πρόσδεσης της Ελλάδας στο ορυκτό φυσικό αέριο στην ηλεκτροπαραγωγή
Η ψεύτικη απολιγνιτοποίηση που εξήγγειλε πριν από δύο χρόνια ο κος Μητσοτάκης από το βήμα του ΟΗΕ, αφού δεν πρόκειται για απανθρακοποίηση για αντικατάσταση δηλαδή των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ με Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας αλλά για αντικατάστασή τους με μονάδες ορυκτού, εισαγόμενου και ακριβού πλέον φυσικού αερίου, δεσμεύει την Ελλάδα για δεκαετίες στο φυσικό αέριο. Εν αμφιβόλω τίθεται πλέον, λόγω κόστους, η πρόσβαση όλων των πολιτών στην ηλεκτρική ενέργεια, καθώς και η επάρκεια του ενεργειακού μας συστήματος, ένα ζήτημα που δυστυχώς θα μάς απασχολήσει έντονα τον χειμώνα που έχουμε μπροστά μας. Αποτελεί ακόμη «παράδοξο» ο πιο «πράσινος», κατά τα λεγόμενα του ιδίου, Πρωθυπουργός δεσμεύει την Ελλάδα σε ένα ορυκτό καύσιμο το οποίο ενδεχομένως θα επιδοτήσει στη συνέχεια ώστε να μπουν στο σύστημα οι νέες μονάδες φυσικού αερίου ιδιωτών, ενώ η ημερομηνία «κλεισίματος» των λιγνιτικών μονάδων τελικά αλλάζει διαρκώς από το 2023 στο 2025 και εσχάτως στο 2028.
Ο Σ.Φάμελλος σημείωσε επιπλέον ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτή που εκπόνησε για πρώτη φορά Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), θέσπισε τις ενεργειακές κοινότητες, άλλαξε το μηχανισμό ενίσχυσης των έργων ΑΠΕ με τις ανταγωνιστικές διαδικασίες που μείωσαν σημαντικά το κόστος των έργων, εκκίνησε την εκπόνηση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ, δημιούργησε ουσιαστικά έναν οδικό χάρτη για την Πράσινη Μετάβαση με δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, ενώ η κυβέρνηση ΝΔ ναρκοθετεί τη μετάβαση και προκαλεί εντάσεις και συγκρούσεις στην κοινωνία.
Κλείνοντας επισήμανε την απουσία βούλησης της κυβέρνησης ΝΔ να αξιοποιήσει όλα τα «εργαλεία» του νέου μοντέλου που λειτουργεί η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, του Μοντέλου-Στόχου, ακόμη μία επιλογή της ΝΔ και ένα άλλο ενδογενές αίτιο αύξησης των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση επέλεξε η χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας να διαμορφώνεται αποκλειστικά στο Χρηματιστήριο Ενέργειας και να μην αναπτύσσεται η προθεσμιακή αγορά, διμερή και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως μηχανισμοί αντιστάθμισης των αυξομειώσεων στις τιμές και λόγω εξωγενών παραγόντων. Πρακτικά η κυβέρνηση της ΝΔ επιτρέπει στην αγορά ενέργειας οι τιμές να διαμορφώνονται με τη λογική του μεγαλύτερου κέρδους σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που έχουν πολλά προθεσμιακά συμβόλαια και χαμηλότερο κόστος στην αγορά εξισορρόπησης.