Υπάρχουν θέµατα και στόχοι πολιτικής για τους οποίους προκύπτουν διαφωνίες. Παράδειγμα, στην απόφαση να επιδοτήσει ο φορολογούμενος την αντικατάσταση παλαιότερων ψυγείων και κλιματιστικών με άλλα εισαγόμενα, πιο σύγχρονα, αντιπαρατίθεται η εναλλακτική ιδέα επιδότησης της παραγωγής πράσινης ηλεκτρενέργειας από νοικοκυριά και από κοινωνικές ομάδες – ευκαιρία θα ήταν να ζωντανέψει και το θεσμικό πλαίσιο που αραχνιάζει. Υπάρχουν κι άλλα θέματα ή στόχοι, που τις απόψεις χωρίζει άβυσσος. Ο υπουργός Υγείας, για παράδειγμα, θεωρεί ότι εφόσον δεν πιέζεται το ΕΣΥ, δεν υπάρχει λόγος να ληφθεί οποιοδήποτε μέτρο, και ας πεθαίνουν σχεδόν 40 συμπολίτες κάθε 24ωρο από COVID-19. Εδώ η άβυσσος είναι μεταξύ του νόμου της φυσικής επιλογής και της ιδέας της κοινωνικής αλληλεγγύης και μέριμνας.
Υπάρχουν ωστόσο και πολλοί στόχοι που συγκεντρώνουν την απόλυτη, σχεδόν, ομοφωνία. Αλλά ενώ υπάρχει διακηρυγμένη ομοφωνία στον στόχο, στην πράξη τον αντιστρατεύονται οι κυρίαρχες πρακτικές. Παράδειγμα, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές: Για να αναπτυχθεί, προϋπόθεση είναι να προστεθούν μονάδες αποθήκευσης και να επεκταθεί/ενισχυθεί το δίκτυο διανομής, ώστε το ρεύμα που θα παράγεται να μπορεί και να διανέμεται. Αλλά το Ταμείο Ανάκαμψης αφιερώνει ελάχιστα λεφτά στα δίκτυα, η κεντρική κυβέρνηση απαγορεύει σε ΔΕΔΔΗΕ και ΑΔΜΗΕ να δίνουν μισθούς αγοράς για να βρίσκουν ειδικευμένο προσωπικό, και οι διαδικασίες αδειοδότησης απαιτούν έως και πέντε χρόνια…
Ενώ συχνά οι πρακτικές αντιστρατεύονται την επίτευξη του κοινά αποδεκτού στόχου, ακόμα συχνότερα απουσιάζει ένα επεξεργασμένο πλέγμα μέτρων και πολιτικών που θα επέτρεπαν την επίτευξή του. Ενας στόχος τίθεται ρητορικά, αλλά μένει μετέωρος πρακτικά γιατί λείπει η συνεκτική πολιτική που θα τον υπηρετούσε. Αυτό, ακριβώς, πρέπει να αποφύγουμε σχετικά με ένα στόχο που διακηρυκτικά όλοι ασπάζονται: Τη μείωση των ανισοτήτων. Την περασμένη Τετάρτη, η Στατιστική Υπηρεσία δημοσιοποίησε τρεις πολύ ενδιαφέρουσες και χρήσιμες έρευνες: Για τον κίνδυνο της φτώχειας, τις εισοδηματικές ανισότητες και τις συνθήκες στέρησης/διαβίωσης στη χώρα μας. Υπενθυμίζω τέσσερις βασικές διαπιστώσεις αυτών των ερευνών: Την πρώτη χρονιά της πανδημίας, ενώ είχαν αρχίσει να ρέουν τα δισ. κρατικών ενισχύσεων οριζοντίως και εν πολλοίς χωρίς κοινωνικά κριτήρια ή/και αναπτυξιακές προτεραιότητες, το μερίδιο εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού μεγάλωσε, το μερίδιο του φτωχότερου 20% μειώθηκε, οι ανισότητες στην κατανομή των εισοδημάτων διευρύνθηκαν, ο αριθμός των συμπατριωτών μας που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικό αποκλεισμό αυξήθηκε, όσοι υφίστανται σοβαρές στερήσεις πλήθυναν.
Οι ανισότητες, το μεγάλο θέμα σε όλο τον κόσμο, κατεξοχήν χρειάζεται να αντιμετωπιστούν συνολικά, με συνδυασμένες σε πολλά επίπεδα πολιτικές. Γιατί η άμβλυνση των ανισοτήτων δεν γίνεται αυτόματα, ως δευτερογενής συνέπεια της οικονομικής μεγέθυνσης.
Η παγκόσμια εμπειρία εδώ και μισόν αιώνα (αφότου, από τη 10ετία του 1970, κυριάρχησαν τα νεοφιλελεύθερα δόγματα…) και η ελληνική, και δη η πλέον πρόσφατη, δείχνουν ότι η οικονομική μεγέθυνση μπορεί κάλλιστα να συμβαδίζει με τη διεύρυνση των ανισοτήτων στο εσωτερικό των κοινωνιών, και δη των ανεπτυγμένων. Αυτό ισχύει και για εμάς.
Ολοι γνωρίζουμε ότι οι ανισότητες τροφοδοτούν ακραία αντιδραστικά πολιτικά σχήματα και πυροδοτούν αντιδημοκρατικές διαδικασίες σε όλο τον κόσμο. Και, μάλιστα, στην καρδιά του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, στην Αμερική και την Ευρώπη – στη γειτονιά μας. Αυτή η τάση δεν αφορά μόνο όλους τους άλλους – αφορά κι εμάς. Ας μην ξεχνάμε ότι στην ατμόσφαιρα της επίπλαστης ευδαιμονίας κάθε κρίση ωριμάζει επί μακρόν. Ξεσπάει ξαφνικά, βίαια. Αυτό καλό είναι να το προλαβαίνεις.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)