Η σφοδρότητα των αυξήσεων, είναι τέτοιας εντάσεως, που ανάγκασε την Πολιτεία να παρέμβει, επιδοτώντας και καλύπτοντας μέρος αυτών των αυξήσεων.
Έτσι, το κράτος δανείζεται, για να μπορεί να επιδοτεί μέρος των λογαριασμών τόσο των επιχειρήσεων, όσο και των νοικοκυριών. Δημιουργείται δηλαδή, άλλου είδους πρόβλημα για την οικονομία της χώρας.
Ας πάρουμε από την αρχή όμως, το θέμα της ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ που αποφάσισε να ακολουθήσει η Ε.Ε.
Χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία, αποφασίζει η Ε.Ε να οδηγήσει την Ευρώπη στην λεγόμενη Πράσινη Μετάβαση. Οι επιπτώσεις της προχειρότητας, έγιναν αμέσως εμφανείς, στους αυξημένους κατά 100% λογαριασμούς ενέργειας, ήδη από τον Αύγουστο 2021 και μετα, αφού εκτοξεύθηκαν οι τιμές, σε πρωτοφανή επίπεδα. Ένα πρώτο σοκ, δέχθηκαν οι μεταποιητικές επιχειρήσεις, στα κόστη παραγωγής τους και ενώ θα περίμενε κανείς να υπάρξουν διορθωτικά μέτρα, δέχθηκαν ένα δεύτερο σοκ, μερικούς μήνες αργότερα, με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία. Ουσιαστικά, ο πόλεμος που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο 2022, έγινε το επίσημο αφήγημα και «άλλοθι» για τις εξωφρενικές αυξήσεις, που είχαν αρχίσει από τον Αύγουστο 2021.!!!
Εν τω μεταξύ, οι συνέπειες της λεγόμενης «ενεργειακής κρίσης», με τις ασύδοτες αυξήσεις, έχουν σαρώσει κάθε παραγωγική μονάδα, μικρή ή μεγάλη, στην Ευρώπη και στη χώρα μας.
Ο πληθωρισμός, από τις αλλεπάλληλές αυξήσεις των προϊόντων, φλερτάρει με διψήφια ποσοστά, μονάδες παραγωγής περιορίζουν την λειτουργία τους, ή κλείνουν, παρουσιάζονται ελλείψεις σε διάφορα προϊόντα, η παραγωγή στην Ευρώπη περιορίζεται και μαραζώνει και κινδυνεύουν να σαρωθούν από λουκέτα ολόκληροι βασικοί διατροφικοί κλάδοι, όπως είναι αυτός των Αρτοποιείων, μικρών μεσαίων, ή και μεγαλύτερων μονάδων.
Δυστυχώς, οι πραγματικές οικονομίες και οι ανάγκες των Ευρωπαίων παραγωγών -Μεταποιητών και καταναλωτών, αφέθηκαν έρμαιες στα χρηματιστηριακά πονταρίσματα ολίγων επιτήδειων.
Πολύ λίγοι ηγέτες αντιστάθηκαν στο μέτρο των δυνάμεών τους και φρόντισαν να απαλύνουν τις επιπτώσεις αυτού του χρηματιστηριακού μηχανισμού που σαρώνει τις πραγματικές οικονομίες και τις ζωές των ανθρώπων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το ιβηρικό μοντέλο (Ισπανία ,Πορτογαλία) εξαιρέσεων από την χρηματιστηριακή επιρροή των τιμών, είναι φωτεινό παράδειγμα. Άλλες χώρες κατέβασαν άρον άρον τους συντελεστές Φ.Π.Α και άλλων φόρων στην ενέργεια, ακόμα και στα τρόφιμα, ώστε να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις των αυξήσεων.
«Φωτεινό» παράδειγμα -εκ του αντιθέτου - όμως, είναι και η χώρα μας, που όλους αυτούς τους μήνες, φιγουράρει στις πρώτες θέσεις ακριβής ενέργειας (προ επιδοτήσεων) υψηλών και αμετάβλητων συντελεστών ΦΠΑ, ξοδεύοντας -από πού άραγε; - 1 δις τον μήνα, για επιδοτήσεις των λογαριασμών, που δεν λύνουν ούτε τα θέματα της καθημερινότητας, ούτε τα προβλήματα των παραγωγικών επιχειρήσεων, σε μόνιμη και διαρκή βάση.
Έτσι, οι μεταποιητικές επιχειρήσεις όλων των ειδών, δουλεύουν παράγοντας και δημιουργώντας χρέη, συσσωρεύουν απλήρωτους λογαριασμούς απασχολούν κακοπληρωμένους εργαζομένους (μια σύγκριση των βασικών μισθών με άλλα Ευρωπαϊκά κράτη είναι συντριπτική εις βάρος μας), παράγουν και πωλούν ακριβά προϊόντα, μη ανταγωνιστικά, τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στη διεθνή. Με αυτά τα χαρακτηριστικά, που οφείλονται σε πολιτικές επιλογές αυτοματισμού των αγορών, ενώ άλλες ανταγωνιστικές χώρες αντιδρούν με τον έναν η άλλο τρόπο, είναι βέβαιο ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη χώρα μας, δεν θα μακροημερεύσουν.
Ίσως είναι και πολιτική επιλογή η εφαρμογή των «προτάσεων Πισσαρίδη» για γενναία συρρίκνωση του αριθμού των -μικρών ειδικά-επιχειρήσεων, στη χώρα μας.
Όσο για τις καθημερινές επαναλαμβανόμενες προθέσεις της Πολιτείας, να επιδοτηθούν ελάχιστες επιχειρήσεις για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών από μελλοντικά προγράμματα ενίσχυσης που θα υλοποιηθούν -και αν προλάβουν να υλοποιηθούν μετα από πολλούς μήνες- είναι η απόδειξη του πλήρους αιφνιδιασμού των πραγματικών παραγωγών αγαθών, από τους ελάχιστους συμμετέχοντες του χρηματιστηρίου της ενέργειας.
Ο κ. Ιωάννης Μάνος είναι γενικός γραμματέας του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας