Ο Γ. Μπάφετ προβλέπει νέες χρεοκοπίες αμερικανικών τραπεζών. Οικονομολόγοι του ΔΝΤ μιλούν για επιφανειακή σταθερότητα με ήδη εκδηλούμενες υπόγειες αναταράξεις. Η διευθύντρια του ΔΝΤ, Γκεοργκίεβα, λέει ότι ο κόσμος μπαίνει στη 5ετία με τις πιο αδύναμες οικονομικές προοπτικές των τελευταίων 30 ετών. Κι ο Ντ. Μάλπας έκλεισε τη θητεία του στην προεδρία της Παγκόσμιας Τράπεζας παραδίδοντας μια έκθεση που προειδοποιεί ότι, ceteris paribus, η ανθρωπότητα έχει βάλει πλώρη να χάσει ολόκληρη 10ετία. Κοινός τόπος όλων: Τα επόμενα χρόνια θα είναι δύσκολα έως πολύ δύσκολα.
Λένε κάτι χρήσιμο για εμάς όλα αυτά; Λένε -αν, αλήθεια, θέλουμε να προσελκύσουμε ξένα κεφάλαια για να επενδύσουν ή/και για να μας δανείζουν με ανεκτό επιτόκιο.
Ουσιώδης προϋπόθεση για το τελευταίο είναι να ανακτήσουμε επενδυτική βαθμίδα. Δεν αρκεί, ωστόσο, να φύγουμε από την πρώτη θέση της τελευταίας κατηγορίας (από τα «σκουπίδια») και να «αράξουμε» στην τελευταία θέση της πρώτης κατηγορίας, για να είμαστε σε θέση να εξυπηρετούμε με ασφάλεια το χρέος μας. Θα χρειαστεί να ανεβούμε αρκετά σκαλοπάτια μέσα στην κατηγορία της επενδυτικής βαθμίδας.
Ουσιώδης προϋπόθεση και για το χρέος και για τις επενδύσεις είναι να προωθηθούν γρήγορα μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Για να αρχίσει να αποδίδεται (όχι μεταχρονολογημένα) η Δικαιοσύνη, να περιοριστεί η φοροδιαφυγή, να διεισδύσει ο ανταγωνισμός σε πολλές αγορές που δουλεύουν με υψηλά ποσοστά κέρδους που δεν υπάρχουν σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, να οικοδομηθεί ένα σύγχρονο κράτος-στρατηγός, να στηριχτεί και να πληθύνει ο κόσμος της μισθωτής εργασίας, να αποκτήσουμε ισχυρές δομές Υγείας και δημόσιας Παιδείας.
Διαφορετικά, αν δεν προχωρήσουμε σε μεταρρυθμίσεις, θα έρχονται ξένα κεφάλαια μόνο για να προσπορίζονται εύκολα και μεγάλα κέρδη χωρίς να «μπλέκουν» με νέες, παραγωγικές επενδύσεις. Αρκούμενα σε τοποθετήσεις υψηλής απόδοσης -σημειώνει η Τράπεζας της Ελλάδας (και) στην έκθεσή της για το 2022-, αγοράζοντας κόκκινα δάνεια, είτε ακίνητα κι εκτάσεις γης, είτε συμμετέχοντας ή εξαγοράζοντας ήδη λειτουργούσες ελληνικές επιχειρήσεις είτε, το πολύ-πολύ, στήνοντας και 2-3 data centers.
Ένα διεθνές πλαίσιο σαν αυτό που προδιαγράφουν οι συζητήσεις στην Ουάσιγκτον, θα επιτείνει τις καθ’ ημάς δυσκολίες. Για να τις αποτρέψουμε, χρειάζεται να προχωρήσουμε έγκαιρα σε εσωτερική αντιστάθμιση των διεθνών κινδύνων. Και το hedging για να διασφαλίσουμε επάρκεια καλής ποιότητας επενδυτικών κεφαλαίων δεν είναι άλλο από τις μεγάλες, αναγκαίες και υπερ-ώριμες μεταρρυθμίσεις. Μπορούμε να χεντζάρουμε;
Η κυβέρνηση της ΝΔ δεν έχει αποδείξει ότι τις θέλει και, πάντως, αποδείχτηκε ανήμπορη να τις κάνει στην 4ετία των μεγάλων προσδοκιών και της άπλετης κοινωνικής στήριξης. Πώς, άραγε, θα μπορέσει να τις κάνει αύριο; Σε μια θητεία με αδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία (κι αυτή ελέω εκλογικού νόμου), με μια κοινωνία με μικρά αποθέματα ανοχής και κλονισμένη εμπιστοσύνη από φαινόμενα διαφθοράς, εξωθεσμικές πρακτικές κι από το σκάνδαλο των υποκλοπών, με εντεινόμενη εσωκομματική κινητικότητα και με το άγχος των περιφερειακών εκλογών τον Οκτώβριο και των ευρωεκλογών την άνοιξη;
Η αξιωματική αντιπολίτευση, πάλι, λες κάνει ό,τι μπορεί για να διατηρεί ή να διευρύνει το κενό εμπιστοσύνης σε σημαντικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Τελευταίο είναι το «Πρόγραμμα των 50 ημερών». Σε άλλη αντίληψη από το πρόγραμμα που ‘χει ψηφίσει το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, οι συντάκτες των 50 ημερών αντικατέστησαν τη δημοσιονομική ευθύνη με έναν προεκλογικό πολλαπλασιαστή δαπανών (περίπου 5,6 δισ. ετησίως επί 4 χρόνια, επιπλέον…) και υποκατέστησαν την σκληρή αναπτυξιακή προσπάθεια με έναν άρρητο πλην κυρίαρχο, ελαφρούτσικο ισχυρισμό: Ότι για να αυξάνεται ο πλούτος της χώρας, αρκεί -δήθεν- να αυξάνονται οι μισθοί και να μεγαλώνει η κατανάλωση.
Μάλλον είναι δύσκολο να χεντζάρουμε.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)