1.Μετά από τις εκλογές πρώτη φορά μετά το Βίλνιους η συνάντηση μεταξύ δύο υπουργών εξωτερικών ναι μεν δεν ήταν εθιμοτυπική, αλλά δεν αναμένονταν και άμεσα αποτελέσματα. Ανταλλάχθηκαν απόψεις και διαμορφώθηκε ένας οδικός χάρτης, ξεκινώντας ίσως από την πρώτη συνάντηση των ηγετών των δύο χωρών και αναλόγως της προετοιμασίας και των δύο πλευρών, θα μπορούσε να γίνει μια ανακεφαλαίωση όλων των μέχρι σήμερα συζητήσεων για τα θέματα που απασχολούν τις δύο χώρες. Στο Βίλνιους συμφωνήθηκαν τρία θέματα που θα απασχολήσουν το διάλογο. Ο πολιτικός διάλογος με επίκεντρο την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, μια μακρά διαδικασία διερευνητικών επαφών από το 2002, τα ΜΟΕ και τέλος η θετική ατζέντα. Παράλληλα θα επανεργοποιηθεί το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, το οποίο για πρώτη φορά συστήθηκε το 2010. Όλων αυτών το ενδιαφέρον -και δικαίως- επικεντρώνεται στον πολιτικό διάλογο. Η απόφαση των δύο υπουργών για εκκίνησή του στις 16 Οκτωβρίου σε επίπεδο υφυπουργών, αποκτά βαρύτητα που μένει να καταδειχθεί. Αρωγός του τα «ήρεμα νερά» από τον περασμένο Φεβρουάριο και η διάθεση για ανοικτούς διαύλους και διερεύνηση, εάν υπάρχει πρόθεση ειρηνικής επίλυσης.
2.Υπό το πρίσμα αυτό και εφόσον οι διαδοχικές επίσημες συναντήσεις μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου έχουν θετικό πρόσημο, προδιαγράφεται ένα νέο σκηνικό το οποίο θα το συντηρεί η προσήλωση στο δημιουργικό διάλογο. Η διαδικασία είναι το απαραίτητο μέσο για την επίτευξη της ουσίας, αυτό είναι γνωστό και εδραιωμένο. Απαιτείται να καθορισθεί πως θα κινηθεί η διαδικασία από εδώ και εμπρός, είτε ως συνέχεια των διερευνητικών επαφών που έχουν κλείσει είκοσι ένα έτη με 65 γύρους, είτε να επιλεγεί μια διαφορετική μέθοδος διαλόγου. Είτε διερευνητικές επαφές θα αποκαλούνται είτε συμβουλευτικές ένας είναι ο στόχος, να βρεθεί η κοινή συνισταμένη αναζήτησης του τρόπου επίλυσης, εάν αυτή είναι η πολιτική βούληση και των δύο ηγετών.
3. Ο διάλογος είναι απαραίτητος ως πρώτο βήμα για να καθορισθούν τα επόμενα. Να μην είναι προσχηματικός, να μην ενέχει σκοπιμότητες ή τακτικισμούς ούτε να γίνει παίγνιο επίρριψης ευθυνών. Να αποτελεί το μέσο επίλυσης των ουσιαστικών ζητημάτων, η εκκρεμότητα των οποίων δημιουργεί τον πολλαπλασιασμό των προς επίλυση διαφορών, την ένταση και παράλληλα την εμπρηστική ρητορική. Ούτε βεβαίως τεχνηέντως να αποφεύγεται ο σωστός χειρισμός με στόχο την κατάληξη ενός blame game για να αποδεικνύεται η κατά ορισμένους αυτο-εκπληρούμενη προφητεία.
4. Ο διάλογος είναι δημιουργικός αλλά και δύσκολος. Απαιτεί ευελιξία για την επίτευξη αποτελέσματος, στόχο να εκπληρωθεί το αμοιβαίο όφελος για βιώσιμη συμφωνία και άλλα πολλά που προτείνουν οι τεχνικές διαπραγματεύσεων. Μάλιστα αυτές πλέον τις διδάσκουμε σε πανεπιστημιακά τμήματα διεθνών σπουδών όπως αυτό του Πειραιώς. Οι διερευνητικές -ή όπως αλλιώς ονομαστούν- επαφές έχουν άτυπο χαρακτήρα, δεν δεσμεύουν, οδηγούν -εφόσον μόνον έτσι συμφωνηθεί- σε διαπραγματεύσεις είτε συμφωνίας, είτε παραπομπής στη διεθνή δικαιοσύνη για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Μπορεί όμως και να μην καρποφορήσουν.
5. Ποιος είναι ο στόχος της διαδικασίας ανταλλαγής απόψεων και βουλήσεων; Να διαμορφωθεί η ατζέντα του θέματος ή των θεμάτων που πρέπει να συζητηθούν σε μια κύρια διαπραγμάτευση η οποία θα είναι ουσιαστική αλλά και λεπτομερής. Η προ-διαπραγμάτευση θα καθορίσει τις αρχές και τα όρια στα οποία θα κινηθεί η κύρια διαπραγμάτευση. Είναι σημαντική η διαδικασία αυτή διότι θα δοθεί η ευκαιρία να αναζητηθεί το πλαίσιο της κύριας διαπραγμάτευσης, ήτοι οι αρχές και κανόνες που αφορούν στην οριοθέτηση προφανώς με κύρια παραπομπή στη νομολογία που είναι κατ’ ουσία το δίκαιο των οριοθετήσεων.
6. Η διαδικασία αυτή είναι ομοίως καθοριστική, διότι σε αυτήν οι δύο χώρες θα ανακοινώσουν το όριο της αιγιαλίτιδας ζώνης που θα οριστικοποιηθεί, προκειμένου αυτό να είναι η έναρξη μέτρησης και υπολογισμού της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, παρότι τα σημεία βάσης θα εντοπισθούν στις σχετικές με την οριοθέτηση ακτές εκάστου κράτους. Η οριστικοποίηση της αιγιαλίτιδας ζώνης θα επιφέρει και την προσαρμογή του εναερίου χώρου. Παρόλα αυτά τα δύο αυτά θέματα αιγιαλίτιδας ζώνης και σύστοιχου υπερκείμενου εναερίου χώρου, είναι θέματα κυριαρχίας και δεν τίθενται σε διαπραγμάτευση, προς τούτο και η αναφορά τους γίνεται μόνο για το προ-διαπραγματευτικό στάδιο. Ομοίως πρέπει να είναι εν γνώσει κάθε ενδιαφερόμενου ότι το όριο της αιγιαλίτιδας ζώνης καθορίζει το εύρος της ανοικτής θάλασσας, ο βυθός της οποίας συνιστά υφαλοκρηπίδα και τα υπερκείμενα ύδατα δυνητική ΑΟΖ. Όντως ευρύτερη αιγιαλίτιδα ζώνη μειώνει το εύρος της ανοικτής θάλασσας για τον αμέσως παραπάνω λόγο και εξίσου μειώνει την άνεση που προσφέρει η ευρεία ανοικτή θάλασσα στην διεθνή ναυσιπλοΐα, της οποίας ωφελούμενα κράτη εκτός της Τουρκίας είναι και άλλες μεγάλες χώρες με ναυτική παρουσία και διέλευση.
7. Αυτή είναι μια πρώτη όψη για την προσφυγή στη διαπραγμάτευση. Είναι απαραίτητη; Βεβαίως, κατά πρώτο, διότι πρωτίστως επιβάλλεται αντί άλλης κίνησης για την οριοθέτηση που είναι εκ των ων ουκ άνευ για τις θάλασσες εκείνες στις οποίες οι ακτές των αντικείμενων/παρακείμενων κρατών δεν είναι δυνατόν να εξαντλήσουν το όριο των 200νμ, όπως προβλέπεται στη σύμβαση. Κατά δεύτερον, για να οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα αυτό είναι εφικτό μόνο με διαπραγμάτευση λαμβάνοντας υπόψη ότι για την απαιτούμενη συμφωνία -όπως προβλέπει η σύμβαση δικαίου θάλασσας του 1982- προηγείται υποχρεωτικά διαπραγμάτευση για να εκδηλωθεί η ελεύθερη βούληση των συμβαλλομένων περί συμφωνίας και καθορισμού των ορίων και η ανταλλαγή απόψεων ώστε να διαπιστωθεί σύμπτωση βουλήσεων.
8. Σκόπιμο θα είναι διαδικαστικά να προβλεφθεί τι θα γίνει εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία σε εύλογο χρονικό διάστημα το οποίο δεν πρέπει να εκτείνεται πέραν των δύο ετών. Να προβλεφθεί επίσης ότι από το στάδιο της προ-διαπραγμάτευσης η διαδικασία από διαπραγμάτευση για συμφωνία οριοθέτησης να μετατραπεί σε διαπραγμάτευση προς σύναψη ειδικής συμφωνίας (συνυποσχετικού) παραπομπής της διένεξης στο Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔΧ). Αυτά όλα είναι μέλημα της προ-διαπραγμάτευσης. Εάν δεν έχει μελετηθεί από πριν στο σύνολό της η διαδικασία αυτή, τότε κινδυνεύει να μην προχωρήσει εάν βρεθεί αδιέξοδο και σε εκείνη τη στιγμή δεν υπάρχουν οι ευνοϊκές περιστάσεις να επιτρέψουν ελεύθερο το πεδίο να προχωρήσει. Εφόσον βεβαίως η πολιτική βούληση είναι αταλάντευτη στην επίλυση.
9. Βεβαίως για να είμαστε ειλικρινείς, για να συμβούν τα προαναφερόμενα πρέπει να υπάρχει ισχυρή πολιτική βούληση και οπωσδήποτε εθνική συνεννόηση και πάνω από όλα ενημέρωση της κοινής γνώμης. Η διαπραγμάτευση είναι μια άκρως δημιουργική διαδικασία. Μέσα από τη διαρκή ανταλλαγή γεννιέται το όφελος, η σωστή λύση. Δεν σημαίνει ότι εάν μπει στο τραπέζι μια πρόταση που η ελληνική πλευρά απορρίπτει οφείλει να αποχωρήσει. Η επιμονή στην διαπραγμάτευση και η πειθώ είναι τα μεγάλα όπλα που ενισχύονται αδιαλείπτως από τα επιχειρήματα που κάθε πλευρά πρέπει να επιστρατεύει, καθώς και εναλλακτικές προτάσεις. Προς απόλυτη κατανόηση, δύο κανόνες ισχύουν. Πρώτος δεν διακόπτεις αλλά συνεχίζεις και δεύτερος, δεν σου επιβάλλεται καμία λύση διότι ισχύει ο απαράβατος κανόνας της συναίνεσης. Δεν αποδέχεσαι ό,τι δεν συμφωνείς. Αλήθεια θα υπήρχε ποτέ ελληνική κυβέρνηση να διαπραγματευτεί κυριαρχία, προφανώς όχι. Εξίσου θα δεχόταν να υπάρχει σε συνυποσχετικό η εξέταση από Δικαστήριο της κυριαρχίας αμφισβητούμενων από την Τουρκία νησιών, των οποίων το καθεστώς έχει καθορισθεί οριστικώς και αμετακλήτως με τη συνθήκη της Λωζάννης το 1923;
10. Η διαδικασία του διαλόγου θα είναι μακρά, όσο πυκνές από άποψη ρυθμού και εάν είναι οι συναντήσεις. Δεν είναι σώφρον να τίθενται όροι και προϋποθέσεις, ούτε οι αποκαλούμενες κόκκινες γραμμές. Αυτό να καθησυχάσει ένα κοινό που έχει σοβαρές επιφυλάξεις έναντι του διαλόγου. Οι στόχοι που κάθε πλευρά θέτει είναι το μείζον, δηλαδή ποιο θεμιτό συμφέρον θέλει να ικανοποιηθεί ως αμοιβαία επωφελές. Να επιτευχθεί μια βιώσιμη συμφωνία. Εάν οι δύο πλευρές επιμείνουν στις θέσεις, όπως διατυπώνουν οι ειδικοί επί των διαπραγματεύσεων, τότε το αδιέξοδο είναι εξαρχής βέβαιο.
11. Η περίπτωση της προσφυγής στη διεθνή δικαιοσύνη δεν είναι τόσο άμεση, προϋποθέτει γύρους συζητήσεων σε προ-διαπραγματευτικό στάδιο για τον προγραμματισμό και βεβαίως απαιτεί την αλλαγή ατζέντας της διαπραγμάτευσης, προσανατολισμένης πλέον στην αναζήτηση του ερωτήματος που θα τεθεί προς εκδίκαση από το διεθνές δικαστήριο, όργανο το οποίο τα δύο μέρη μετά από διάλογο θα επιλέξουν ανάμεσα στα διαθέσιμα. Στο συνυποσχετικό επιπλέον θα διατυπωθεί και το εφαρμοστέο δίκαιο που θα κληθεί να εφαρμόσει το δικαστήριο, στη βάση των επιχειρημάτων που θα αναπτύξουν τα κράτη. Το δίκαιο θάλασσας που θα επικαλεστούν τα κράτη ως εφαρμοστέο, στην πλειονότητά του είναι η νομολογία που έχει τύχει επεξεργασίας και ανάπτυξης μέσα από πλειάδα εξέτασης υποθέσεων οριοθέτησης από τα διεθνή δικαστήρια, καθώς και το εθιμικό δίκαιο που αυτά έχουν διαπιστώσει.
12. Όπως γίνεται κατανοητό η άποψη μέρους των δημοσιολογούντων, δηλαδή η Τουρκία να έχει από πριν υπογράψει τη σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας, ναι μεν είναι ορθή, αλλά προκειμένου να υπάρξει προσφυγή οι διατάξεις που αποτελούν το εφαρμοστέο δίκαιο και μας αφορούν είναι εθιμικού χαρακτήρα, δεσμευτικοί ανεξαιρέτως, καθώς και η νομολογία. Ως εκ τούτου δεν τίθεται ως προϋπόθεση για την περίπτωση της προσφυγής. Διαφορετικά θα μπορούσε να εκληφθεί ως έμμεση αμφισβήτηση για τον εθιμικό χαρακτήρα των διατάξεων περί οριοθέτησης και περί των δικαιωμάτων των νησιών στις θαλάσσιες ζώνες του άρθρου 121.
13. Πρώτη παρατήρηση. Από τη συνάντηση των δυο υπουργών εξωτερικών στις 5 Σεπτεμβρίου προκύπτει ότι τα «ήρεμα νερά» διευκολύνουν το διάλογο στο βαθμό που η Ελλάδα έχει θέσει αυτό ως όρο για την επανεκκίνηση. Ένα μορατόριουμ είναι απαραίτητο για να μην υπάρξει μονομερής κίνηση που θα τορπιλίσει το διάλογο. Τα «ήρεμα νερά» πρέπει να είναι το μέσο όχι ο στόχος, διότι αυτό που προκαλεί τις εντάσεις είναι η έλλειψη επίλυσης της βασικής διένεξης περί την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ, εξαιτίας της οποίας μη επίλυσης έχουν επισυμβεί τα θερμά επεισόδια.
14. Δεύτερη παρατήρηση. Μετά την συνάντηση της Άγκυρας να υποθέσουμε ότι στη συνάντηση στη Νέα Υ’ορκη στο περιθώριο της ετήσιας συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ οι δύο ηγέτες απλώς θα επικυρώσουν την πορεία που έχει χαραχθεί με τον οδικό χάρτη.
15. Τρίτη παρατήρηση. Της ελληνικής αντιπροσωπείας θα προΐσταται η υφυπουργός εξωτερικών κα Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και προφανώς αντίστοιχη θα είναι η σύνθεση της τουρκικής αντιπροσωπείας. Αυτό συνεπάγεται και έναν υψηλότερο βαθμό πληρεξουσιότητας και ευελιξίας αφού τυχόν υπηρεσιακή σύνθεση θα απαιτούσε κάθε πρόταση στο τραπέζι του διαλόγου να είναι ad referendum.
Όλα τα παραπάνω τελούν υπό την αίρεση ότι υπάρχει ειλικρινής πολιτική βούληση να φτάσει η διαδικασία αυτή στην επίλυση είτε με διμερή συμφωνία, είτε με δικαστική απόφαση. Διαφορετικά ο πολιτικός διάλογος θα εγκλωβιστεί σε μια ατέρμονα συζήτηση.
(Ο Πέτρος Λιάκουρας είναι Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, διευθυντής Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές», στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς)