Το ευρωπαϊκό νόμισμα – ευρώ- συνεχίζει να κινείται γύρω από την ισοτιμία 1 προς 1 με το αμερικανικό δολάριο την τελευταία περίοδο, με τάση όμως περαιτέρω διολίσθησης. Περαιτέρω αποδυνάμωσή του στα 0,97 δολάρια εκτιμά η Morgan Stanley στο τρέχον τρίμηνο ενώ η Nomura βλέπει πτώση και στα 0,95 δολάρια μετά τον Σεπτέμβριο.
Συνολικά το ευρώ έχει υποχωρήσει 12% έναντι του αμερικάνικου δολαρίου από την αρχή του φετινού χρόνου. Αυτή η μείωση αυξάνει υπέρμετρα το κόστος των εισαγωγών-ειδικά των πετρελαιοειδών- επιδεινώνοντας την απότομη άνοδο του πληθωρισμού που πλήττει την οικονομία. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πλέον «ισχυρές πιέσεις κόστους».
Οι λόγοι αυτής της διολίσθησης θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως σε δύο παράγοντες:
Ο πρώτος θα πρέπει να αναζητηθεί στη διαφορά των επιτοκίων με τις ΗΠΑ. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχει ήδη προχωρήσει σε άνοδο των επιτοκίων –τρεις συνεχείς φορές το 2022- με το εύρος τους να διαμορφώνεται στο 1,5-1,75%. Αντιθέτως η ΕΚΤ η αύξηση στη συνεδρίαση του Ιουλίου ήταν της τάξεως του 0,5% με την οποία μπορεί να μειώθηκε το διαφορικό επιτόκιο μεταξύ των δύο νομισμάτων αλλά η διαφορά εξακολουθεί να γέρνει σημαντικά υπέρ του αμερικανικού νομίσματος . Το γεγονός αυτό αυξάνει τις αποδόσεις των χρηματοπιστωτικών εργαλείων εκφρασμένων στο αμερικανικό νόμισμα έναντι των αντιστοίχων σε ευρώ, με αποτέλεσμα την μετακίνηση κεφαλαίων στην αντιπέρα όχθη του Ατλαντικού. Η αύξηση ζήτησης του αμερικανικού δολαρίου προκαλεί και αύξηση της τιμής του μειώνοντας έτσι τη συναλλαγματική του ισοτιμία με το ευρωπαϊκό νόμισμα. Θα πρέπει να σημειώσουμε εμφατικά στο σημείο αυτό ότι μια ανάλογη αύξηση των επιτοκίων από τη μεριά της ΕΚΤ, δεν σημαίνει την αυτόματη ενδυνάμωση του ευρωπαϊκού νομίσματος. Η οικονομία δεν είναι ένα μηχανικό παίγνιο. Η συναλλαγματική ισοτιμία δεν αντανακλά μόνο νομισματικούς παράγοντες και μάλιστα «τεχνικής φύσεως» (πχ. βουλησιαρχική μεταβολή των επιτοκίων) αλλά αντανακλά τόσο την ισχύουσα πραγματική κατάσταση της οικονομίας αλλά και τις μελλοντικές προοπτικές της που έχουμε συνηθίσει να τις ταυτίζουμε με τις σχηματιζόμενες προσδοκίες.
Συνεπώς ο δεύτερος λόγος πρέπει να αναζητηθεί στις σχηματιζόμενες αρνητικές προσδοκίες – υπάρχει συμφωνία σχεδόν του συνόλου των αναλυτών σε αυτό το σημείο- για τις προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας λόγω των σαφώς μεγαλύτερων επιπτώσεων που έχουν οι τιμές ενέργειας και ο διεξαγόμενος πόλεμος στην Ουκρανία. Η σημαντικότατη αύξηση των τιμών της ενέργειας έχει πλήξει τις οικονομίες της Ευρώπης πολύ περισσότερο από τις υπόλοιπες και κυρίως αυτή των ΗΠΑ. Παράλληλα η έκδηλη αδυναμία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να αντιμετωπίσει την ενεργειακή πραγματικότητα, χωρίς ρητορείες και σχεδιασμούς που δεν μπορούν να εφαρμοστούν, συμβάλλει αποφασιστικά στη δημιουργία των αρνητικών προσδοκιών. Ήδη η αποτυχία της ΕΕ στο σχεδιασμό της εναλλακτικής ενεργειακής πολιτικής, από τη στιγμή που ακολουθώντας τις ΗΠΑ προχώρησαν στις γνωστές κυρώσεις έναντι της Ρωσίας νομίζω ότι αναγνωρίζεται από το σύνολο των αναλυτών αλλά τελευταία και από την πλειοψηφία των ίδιων των Ευρωπαϊκών Κυβερνήσεων.
Επίσης η ολική διακοπή της παροχής ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη είναι μια πραγματική πιθανότητα, που θα προκαλούσε ύφεση σε ολόκληρη την Ευρωζώνη με τρία συνεχόμενα τρίμηνα οικονομικής συρρίκνωσης είναι το πιθανότερο σενάριο που υιοθετείται για το 2023.
Όμως δεν είναι μόνο η πιθανότητα της περαιτέρω μείωσης ή και διακοπής της ροής του ρωσικού φυσικού αερίου που συμβάλλει στη δημιουργία αρνητικών προσδοκιών. Είναι και οι πολύ υψηλές της ενέργειας που σπρώχνουν την οικονομία της Ευρωζώνης όλο και πιο κοντά σε αρνητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Για παράδειγμα , ο σύνθετος δείκτης PMI της ζώνης του ευρώ υποδηλώνει ότι η οικονομία της νομισματικής ένωσης διολισθαίνει σε ύφεση υπό το βάρος του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους, και μάλιστα το τελευταίο τρίμηνο του 2022.
Η αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), για πρώτη φορά από το 2011, κατά 0,5% τον Ιούλιο προφανώς δεν φαίνεται να έχει ουσιαστική συμβολή στη διόρθωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου. Είναι η γενικότερη εικόνα της ευρωπαϊκής οικονομίας που μαζί με τις γεωπολιτικές εξελίξεις με επίκεντρο τον πόλεμο στην Ουκρανία που έχουν το πάνω χέρι.
Τώρα, η διολίσθηση του ευρώ έναντι του αμερικανικού δολαρίου, θα αυξήσει τις τιμές των εισαγομένων και πρωτίστως της τιμές των ενεργειακών προϊόντων που τιμολογούνται σε δολάρια. Συνεπώς θα αυξηθεί ο εισαγόμενος πληθωρισμός που αποτελεί τη σημαντικότερη συνιστώσα των αυξημένων πληθωριστικών πιέσεων στην ευρωζώνη και στη μείωση της αγοραστικής δύναμης των ευρωπαίων πολιτών. Στην παρούσα φάση αυτό αποτελεί μια άκρως αρνητική επίδραση όταν η κύρια προσπάθεια της ΕΚΤ επικεντρώνεται στη μείωση των πληθωριστικών πιέσεων. Γίνεται αντιληπτή η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ΕΚΤ : Καθώς ο πληθωρισμός συνεχίζει να αυξάνεται εάν αρχίσει να καταργεί σταδιακά τις επεκτατικές πολιτικές και αυξήσει τα επιτόκια για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, θα διακινδυνεύσει να προκαλέσει μια μαζική κρίση χρέους και σοβαρή ύφεση. Ωστόσο, εάν διατηρήσει μια χαλαρή νομισματική πολιτική, θα διακινδυνεύσει διψήφιο πληθωρισμό – και βαθύ στασιμοπληθωρισμό, με τις ήδη εμφανιζόμενες νέες αναταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες.
Από την άλλη πλευρά πιθανότατα αναμένεται κάποια αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Ο τομέας που πιθανότατα θα ευνοηθεί είναι ο τουρισμός, κάτι που ευνοεί και την χώρα μας. Όμως τα κέρδη πιθανότατα θα είναι μικρά αν ληφθεί υπόψη ο υψηλός ρυθμός πληθωρισμού που συνεχίζει να μειώνει την αγοραστική δύναμη των πολιτών.
Κλείνοντας αυτό το άρθρο θα πρέπει να πούμε και να ακουστεί ότι η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ΕΕ οφείλεται πρωτίστως στην αδυναμία της πολιτικής ηγεσίας της. Η πολιτική ηγεσία της Ε.Ε. δείχνει απλώς να ακολουθεί τις εξελίξεις, άλλοτε παθητικά κι άλλοτε αμυντικά. Σίγουρα όχι από θέση ισχύος. Αυτή η εμφανής πολιτική αδυναμία να βρεθεί με αποφασιστικό τρόπο μια λύση και να χαραχθεί ένα σχέδιο ρεαλιστικό εξόδου από αυτή την περιδίνηση αποτελεί το βασικότερο παράγοντα των αρνητικών προσδοκιών που ως αυτόκλητοι παράγοντες οδηγούν την ευρωπαϊκή οικονομία σε ύφεση και τους ευρωπαίους πολίτες σε αδιέξοδο.
(Ο Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας - Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο iEidiseis.gr)