Επαληθεύθηκαν περίπου κατά γράμμα οι προβλέψεις για την έκβαση του χθεσινού συμβουλίου υπουργών Ενέργειας. Ήταν τόση η βεβαιότητα όσων τις έκαναν, που σχεδόν λειτούργησαν σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Έτσι, οι 27 υπουργοί συμφώνησαν (α) για μείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, (β) για θέσπιση ανώτατου ορίου στα έσοδα της αγοράς για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέσω διαφορετικών τεχνολογιών, (γ) για επιβολή υποχρεωτικής προσωρινής εισφοράς αλληλεγγύης στα κέρδη των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των ορυκτών καυσίμων και (δ) για τη λήψη μέτρων στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Αντί, δηλαδή, για την κοινή ευρωπαϊκή απάντηση – και χρηματοδότηση - που πολλοί ζητούσαν και ανέμεναν εδώ και μήνες, προτείνονται πάλι εθνικές απαντήσεις, με πόρους που θα παράγονται, θα συλλέγονται και θα ανακατευθύνονται στο εσωτερικό κάθε χώρας. Δεν συζήτησαν βέβαια οι υπουργοί –ούτε αυτή τη φορά – τη θέσπιση ευρωπαϊκού πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου.
Σίγουρα δεν ήταν μόνο «μυς» αυτό που «έτεκεν το όρος» της ΕΕ μετά από ωδίνες έξι μηνών, ωστόσο απέχει πολύ από αυτό που περίμεναν και διακαώς επιδίωκαν οι δεκαπέντε από τις είκοσι επτά χώρες της. Κυρίως, δεν είναι αυτό που απαιτείται για να βγάλει η Ευρώπη τον επί θύραις δύσκολο χειμώνα. Ή, καλύτερα, για να βγάλει αυτόν τον δύσκολο χειμώνα το μεγαλύτερο μέρος των Ευρωπαίων, αφού το Βερολίνο, μεριμνώντας μόνο για τα του οίκου του, αποφασίζει να διαθέσει 200 δισεκ. ευρώ για να χρηματοδοτηθεί η επιβολή ανώτατου ορίου στην τιμή του φυσικού αερίου –ενώ, την ίδια στιγμή, δεν επιτρέπουν καν συζήτηση για θέσπιση ευρωπαϊκού πλαφόν.
Τι κι αν ο σοφός Ντράγκι, έστω και λίγο πριν την αποχώρησή του από την πρωθυπουργία, προειδοποιεί ότι «δεν μπορούμε να διαχωριζόμαστε ανάλογα με τον δημοσιονομικό μας χώρο, χρειαζόμαστε αλληλεγγύη» και προσθέτει ότι « κανένα κράτος-μέλος της ΕΕ δεν μπορεί από μόνο του να παράσχει μακροπρόθεσμα αποτελεσματικές λύσεις εάν μας λείπει μια κοινή στρατηγική…». Ακόμη και μετά το χθεσινό συμβούλιο, η γερμανική κυβέρνηση επιβεβαίωσε εμφατικά την αντίθεσή της στο ευρωπαϊκό πλαφόν.
Και φυσικά η Επιτροπή δεν φέρνει το θέμα στο τραπέζι. «Η ευτυχία να έχεις πρόεδρο της Επιτροπής από τη χώρα σου…» ήταν το πικρόχολο δημοσιογραφικό σχόλιο που έγινε για να εξηγήσει αυτή την απροθυμία της Επιτροπής· λησμονώντας βέβαια ότι η Επιτροπή, εκτός από την πρόεδρό της, έχει και 8 αντιπροέδρους και άλλους 18 επιτρόπους και ότι αρκεί η πλειοψηφία τους για να αποτραπεί η λήψη ή η μη λήψη αποφάσεων.
Παρ’ όλο δε που είναι γνωστή η υποχρέωση των μελών της Επιτροπής να λειτουργούν υπερεθνικά προωθώντας το ευρωπαϊκό συμφέρον και όχι αυτό της χώρας προέλευσής τους, δεν θα αποφύγουμε τον πειρασμό να επισημάνουμε ότι οι επίτροποι που έχουν υποδειχθεί από τις δεκαπέντε προαναφερόμενες χώρες είναι πλειοψηφία στην Επιτροπή.
Δεν είναι όμως μόνο η αλληλεγγύη που εμφανίζεται ελλειμματική από τη μονομερή αντιμετώπιση του προβλήματος από πλευράς Γερμανίας. Εγείρεται και ένα μείζον θέμα ανταγωνισμού. Ένα μεγάλο μέρος των 200 δισ. ευρώ θα δοθεί για ενίσχυση γερμανικών επιχειρήσεων. Οι οποίες έτσι αποκτούν σαφές ανταγωνιστικό προβάδισμα έναντι των επιχειρήσεων των άλλων χωρών της ΕΕ, που δεν έχουν δυνατότητες ανάλογης χρηματοδότησης. Όπως άλλωστε έγινε και κατά την πανδημία, όταν από τα 2 τρισ. ευρώ συνολικών κρατικών ενισχύσεων στην ΕΕ μέχρι τα μέσα του 2021, το 1 τρισ., δηλαδή τα μισά, δόθηκαν σε γερμανικές επιχειρήσεις.
Η γερμανική λοιπόν τακτική, πέραν της αδυναμίας λήψης των αναγκαίων αποφάσεων που προκαλεί, αποσταθεροποιεί και δύο ακρογωνιαίους λίθους του ευρωπαϊκού οικοδομήματος: Την αλληλεγγύη και τον ελεύθερο ανταγωνισμό.
Και όλα αυτά εν όψει ενός δύσκολου χειμώνα. Μιας εποχής που ιστορικά έχει σταθεί, δύο φορές τουλάχιστον, σύμμαχος της Ρωσίας. Οι Γάλλοι δείχνουν να το θυμούνται. Οι Γερμανοί;
(Ο Αλέκος Κρητικός είναι Ειδικός Σύμβουλος, Πρώην ανώτερο στέλεχος, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πρώην Γεν. Γραμματέας, Υπουργείο Εσωτερικών –Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-Report)