Τα αποτελέσματα της χθεσινής συνόδου κορυφής της ΕΕ προσφέρονται για περισσότερες της μιας αναγνώσεις, ανάλογα με το κοινό στο οποίο απευθύνονται. Έτσι, στο ελληνικό κοινό κυριάρχησε – και δικαιολογημένα – η σαφής αποδοκιμασία των τουρκικών προκλήσεων, αλλά στο ευρωπαϊκό και διεθνές κοινό τις εντυπώσεις έκλεψε η χορήγηση καθεστώτος υποψήφιας χώρας στην Ουκρανία και στη Μολδαβία και η αναγνώριση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Γεωργίας. Πρόκειται για μια απόφαση που – κυρίως σε ό,τι αφορά την Ουκρανία – δικαίως χαιρετίσθηκε από πολλές πλευρές, και για πολλούς λόγους, ως ιστορική.
Την ευφορία από την απόφαση αυτή δεν συμμερίστηκαν βεβαίως οι ηγέτες των δυτικών Βαλκανίων οι οποίοι δεν έκρυψαν την πικρία τους για το ότι, παρά τις λεκτικές ωραιοποιήσεις, για μια ακόμη φορά παρατάθηκε η καθυστέρηση σε ό,τι αφορά τη δική τους ευρωπαϊκή προοπτική. Όσο δε και αν ως μόνη αιτία της μη λήψης απόφασης προβλήθηκε το βέτο της Βουλγαρίας, η ανάγνωση της σχετικής δήλωσης του Γερμανού καγκελαρίου αλλά και κύκλων της γαλλικής προεδρίας δείχνει ότι υπάρχουν και βαθύτερα αίτια που θα έλθουν και επισήμως στην επιφάνεια όταν – ίσως και στις προσεχείς ημέρες -επιλυθεί η διαφορά μεταξύ Βουλγαρίας και Βόρειας Μακεδονίας και αρθεί το βουλγαρικό βέτο.
Πράγματι, ο μεν Όλαφ Σολτς δήλωσε ότι η διεύρυνση δεν θα λειτουργήσει αν δεν υπάρξουν οι απαραίτητες θεσμικές μεταρρυθμίσεις, ενώ στην ίδια γραμμή η γαλλική πλευρά σημείωσε με νόημα ότι εκτός από τις ανάγκες των υποψηφίων χωρών υπάρχουν και οι ανάγκες της ΕΕ και η δυνατότητά της να λειτουργήσει υπό διευρυμένη μορφή, πράγμα που θα απαιτήσει μεταρρυθμίσεις στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Αν οι θέσεις αυτές συνδυασθούν με το κεφάλαιο των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που αναφέρεται στην «ευρύτερη Ευρώπη» και στην πρόταση για μια ευρωπαϊκή πολιτική κοινότητα καθώς και στη συνέχεια που θα ήταν επιθυμητό να δοθεί στις προτάσεις της Διάσκεψης για το Μέλλον της Ευρώπης, φαίνεται ότι η υπαρκτή γεωπολιτική πίεση για ένταξη νέων χωρών στην ΕΕ συμπαρασύρει και την έναρξη ουσιαστικής συζήτησης για θεσμικές αλλαγές στην ΕΕ.
Μεγάλο μέρος των συμπερασμάτων καταλαμβάνεται από δηλώσεις υποστήριξης της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής, αλλά και από αποφάσεις νέας οικονομικής ενίσχυσής της. Αυτές συνοδεύονται από δηλώσεις καταδίκης της Ρωσίας και ενθάρρυνση εφαρμογής του έκτου πακέτου κυρώσεων από όλους – χωρίς όμως αναφορά σε έβδομο πακέτο -, καθώς και από τα προβλήματα επισιτιστικής ασφάλειας που έχουν δημιουργηθεί, για την αντιμετώπιση των οποίων προτείνεται η ανάληψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών.
Δίπλα όμως σε αυτά τα σημαντικά αυτά αποτελέσματα του χθεσινού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, λάμπει διά της απουσίας της, για μια ακόμη φορά, η άμεση ευρωπαϊκή απάντηση στα προβλήματα που έχει επιφέρει στη ζωή του ευρωπαίου πολίτη και της ευρωπαϊκής επιχείρησης η συνεχιζόμενη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η πρόταση του Μάριο Ντράγκι, που υποστηρίχθηκε από τον Εμμανουέλ Μακρόν και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, για επιβολή ευρωπαϊκού πλαφόν στη χονδρική τιμή του εισαγόμενου από τη Ρωσία φυσικού αερίου, αναφέρεται μόνο ως υπό εξέταση δυνατότητα μεταξύ άλλων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόταση αυτή είναι διαφορετική από την αρχική, που προέβλεπε επιβολή πλαφόν στη λιανική τιμή του φυσικού αερίου και αποσύνδεσή της από την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας, μια δυνατότητα που, ως γνωστόν, δόθηκε κατ΄ εξαίρεση στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Πρέπει όμως επίσης να σημειωθεί ότι η πρόταση Ντράγκι ενέχει και το – υψηλό – ρίσκο να μη γίνει αποδεκτό το πλαφόν από τους Ρώσους, πράγμα που, αν επιμείνουν οι ευρωπαίοι, θα ισοδυναμεί με εμπάργκο στην εισαγωγή φυσικού αερίου από τη Ρωσία, εξέλιξη για την οποία μάλλον δεν είναι έτοιμη η ΕΕ.
Ως εκ τούτου δεν πρέπει να προξενεί εντύπωση η αντίδραση Γερμανών, Ολλανδών και άλλων σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Είναι όμως απογοητευτικό ότι αυτό συμβαίνει παρά τη ρητή εντολή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 30ής-31ης Μαίου που κάλεσε την Επιτροπή «να διερευνήσει επίσης με τους διεθνείς μας εταίρους τρόπους προκειμένου να μειωθούν οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας, εξετάζοντας μεταξύ άλλων αν είναι εφικτό να ορισθούν, κατά περίπτωση, προσωρινά ανώτατα όρια τιμών για τις εισαγωγές». Το χθεσινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επανέλαβε το ίδιο αίτημα και η απάντηση της Επιτροπής αναμένεται τον Σεπτέμβριο. Ακολούθως οι ηγέτες θα κληθούν να αποφασίσουν τον Οκτώβριο, ίσως αργά κατά τον Μάριο Ντράγκι, του οποίου το αίτημα για έκτακτη σύνοδο τον Ιούλιο δεν ευδοκίμησε.
Η Ιστορία δεν γράφεται με «αν», αλλά δεν θα αποφύγουμε τον πειρασμό να διερωτηθούμε αν θα υπήρχε αυτή η όχι ευχάριστη εξέλιξη εφ’ όσον η παράταξη του Μακρόν είχε λάβει απόλυτη πλειοψηφία στις γαλλικές εκλογές και ο ίδιος εμφανιζόταν με «άλλον αέρα» στα ευρωπαϊκά δρώμενα. . Όπως και να διερωτηθούμε, από την άλλη πλευρά, εάν θα υπήρχε το δυσμενές για τον Μακρόν – και όπως φαίνεται για τις ευρωπαϊκές εξελίξεις – αποτέλεσμα, αν είχε εγκαίρως υπάρξει κοινή ευρωπαϊκή απάντηση και άμεση αντιμετώπιση των προβλημάτων των ευρωπαίων πολιτών από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ίσως μια απάντηση θα υπάρξει τον Οκτώβριο, αν βέβαια οι εξελίξεις δεν την επισπεύσουν. Σε κάθε περίπτωση, οι ευρωπαίοι ηγέτες που θα κληθούν να πάρουν – ή να μην πάρουν – τις αποφάσεις, πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι η Ιστορία, όπως και η φύση, απεχθάνεται τα κενά. Εν τούτοις δεν τα αναπληρώνει πάντοτε με τον προσφορότερο τρόπο. Τα αποτελέσματα των γαλλικών εκλογών, η άνοδος των νεοφασιστών στην Ιταλία, οι νίκες των ακροδεξιών στην Ισπανία, είναι μερικά από τέτοια δείγματα.
(Ο Αλέκος Κρητικός είναι Ειδικός Σύμβουλος, Πρώην ανώτερο στέλεχος, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πρώην Γεν. Γραμματέας, Υπουργείο Εσωτερικών –Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-Report)