Δεν αποτέλεσε έκπληξη η απόφαση του χθεσινού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την απάντηση που πρέπει να δώσει η ΕΕ στο σχέδιο Μπάιντεν. Σύμφωνα με ό,τι είχε περίπου προεξοφληθεί, αποφασίστηκε ότι πρέπει να υπάρξει ένα προσωρινό πλαίσιο αυξημένων κρατικών ενισχύσεων, συμπεριλαμβανομένων φοροαπαλλαγών, «σε τομείς που είναι στρατηγικής σημασίας για την πράσινη μετάβασης και που επηρεάζονται αρνητικά από ξένες επιδοτήσεις ή υψηλές τιμές ενέργειας». Αποφασίστηκε επίσης, σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής, ότι είναι αναγκαίο να απλουστευθεί το ρυθμιστικό περιβάλλον των κρατικών ενισχύσεων, ότι πρέπει να αναπτυχθούν οι δεξιότητες που απαιτούνται για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση καθώς και ότι πρέπει να υπάρξει μια φιλόδοξη ατζέντα για τις διεθνείς εμπορικές σχέσεις της ΕΕ που θα περιλαμβάνει διαφανείς συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου και θα διασφαλίζει αξιόπιστες αλυσίδες εφοδιασμού, ιδίως για κρίσιμα υλικά.
Σε ό,τι όμως αφορά τη χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής απάντησης, όπως τελικώς αναμενόταν, οι Ευρωπαίοι ηγέτες περιορίστηκαν στην απόφαση για κινητοποίηση μόνο υφισταμένων χρηματοδοτικών μέσων. Αυτό δε , κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πρέπει να γίνει «χωρίς να θιγούν οι στόχοι της πολιτικής της συνοχής». Είναι προφανές ότι η διατύπωση αυτή μπήκε για να καθησυχάσει τις χώρες που ωφελούνται σήμερα από την πολιτική συνοχής, αλλά για να επιτευχθεί αυτό που προτείνει χρειάζεται να επαναληφθεί το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων που περιγράφεται στο Ευαγγέλιο.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δήλωσε επίσης, πολύ προσεκτικά για να μη θεωρηθεί ως δέσμευση, ότι «σημειώνει την πρόθεση της Επιτροπής να προτείνει ένα Ταμείο Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας πριν το καλοκαίρι του 2023 για την υποστήριξη επενδύσεων σε στρατηγικούς τομείς». Η αναφορά αυτή δεν κάνει βέβαια καμία νύξη για πρόσθετους πόρους. Το ότι δεν τους αποκλείει δεν πρέπει, υπό το κλίμα που κυριάρχησε στη σύνοδο και πριν από αυτήν, να ερμηνευθεί ως παράθυρο για πρόβλεψη πρόσθετων πόρων στο μέλλον. Θα πρέπει όμως να λειτουργήσει ως πρόκληση να συνεχίσουν να διεκδικούνται πρόσθετοι πόροι από όσους θεωρούν ότι οι πόροι αυτοί πρέπει να είναι αναπόσπαστο μέρος μιας βιώσιμης ευρωπαϊκής απάντησης στον νόμο των ΗΠΑ.
Τα επιχειρήματα υπέρ της χαλάρωσης των κανόνων κρατικών ενισχύσεων κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι, έστω και αν μετά βίας αποκρύπτουν τα πραγματικά αίτια της προβολής τους. Οι Γερμανοί και οι Γάλλοι υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη χρειάζεται μια σοβαρή βιομηχανική πολιτική για αντιμετώπιση της πρόκλησης που συνιστά ο αμερικανικός νόμος και – σωστά - θεωρούν ότι, στην παρούσα συγκυρία, αυτό προϋποθέτει τη δυνατότητα να δοθούν ισχυρές κρατικές ενισχύσεις, δηλαδή επιβάλλεται σημαντική χαλάρωση των κανόνων κρατικών ενισχύσεων. Είναι φανερό ότι εννοούν, χωρίς να το ομολογούν, τις δικές τους κρατικές ενισχύσεις, αφού είναι οι μόνες χώρες που μπορούν να το κάνουν σε βαθμό υπολογίσιμο και είναι αυτές που de facto θα αναλάβουν το κύριο βάρος της απάντησης της ΕΕ.
Στον αντίποδα, αρκετές άλλες χώρες εξέφρασαν πριν τη σύνοδο κορυφής – δεν μπορούμε γνωρίζουμε τι έγινε κατά τη συνεδρίαση - ζωηρές επιφυλάξεις έναντι μιας τέτοιας απόφασης, με το επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο αφενός θα υπονομεύσει σε επικίνδυνο βαθμό τη λειτουργία, αν όχι και τη συνέχιση της ύπαρξης, της εσωτερικής αγοράς, αφετέρου ότι αυτό θα σημάνει την έναρξη ενός πολέμου επιδοτήσεων με τις ΗΠΑ αλλά και μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών· έναν πόλεμο στον οποίο δεν είναι δύσκολο να προβλέψεις τους χαμένους. Είναι φανερό ότι πίσω από την υπεράσπιση της εσωτερικής αγοράς κρύβεται ο – οπωσδήποτε θεμιτός - φόβος για την τύχη της βιομηχανίας της καθεμιάς από τις χώρες αυτές.
Ανάμεσα στις δύο αυτές ομάδες κινήθηκαν οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου που, με κυμαινόμενη ανά χώρα ένταση, υποστήριξαν επί της αρχής τη χαλάρωση των κανόνων κρατικών ενισχύσεων, επισημαίνοντας – εις ώτα μη ακουόντων όμως - ότι τα προβλήματα που θα προκληθούν (αδυναμία των επιχειρήσεών τους να ακολουθήσουν τον βηματισμό των επιχειρήσεων των οικονομικά ισχυρών κρατών της ΕΕ, η εξ αυτής στρέβλωση του ανταγωνισμού και η αύξηση των ήδη ανησυχητικών περιφερειακών ανισοτήτων) απαιτούν χρηματοδότηση με πρόσθετους πόρους. Επιπροσθέτως ζήτησαν – και ως προς αυτό εισακούστηκαν - ελάφρυνση των διαδικασιών απορρόφησης των υφισταμένων ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Η χαλάρωση των κανόνων κρατικών ενισχύσεων είναι υπό την παρούσα συγκυρία πολύ σημαντική για την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ ως συνόλου. Δεν μπορεί όμως να καταλήξει σε βιώσιμο αποτέλεσμα αν δεν συμπεριλάβει και την αναγκαία πρόσθετη χρηματοδότηση, η οποία είναι προϋπόθεση – όχι βεβαίως η μόνη – για την αντιστάθμιση των αρνητικών συνεπειών της χαλάρωσης αυτής. Η μέθοδος της «σαλαμοποίησης» που επιβλήθηκε, δηλαδή της ξεχωριστής συζήτησης του ζητήματος της χαλάρωσης των κανόνων ενισχύσεων, δεν εξυπηρετεί τον στόχο της εξεύρεσης μιας βιώσιμης λύσης. Σίγουρα, δε, δεν διασφαλίζει τα καλώς νοούμενα συμφέροντα του ευρωπαϊκού Νότου. Η δημιουργία του Ταμείου Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας με χρηματοδότησή του από νέους πρόσθετους πόρους είναι αναπόσπαστο σκέλος μιας αποτελεσματικής και βιώσιμης ευρωπαϊκής απάντησης στον νόμο των ΗΠΑ. Χωρίς αυτό, η όποια λύση κινδυνεύει να μετατραπεί σε μπούμερανγκ που θα πλήξει σοβαρά την εσωτερική αγορά, τη συνοχή της ΕΕ και μαζί της όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Και αυτό δεν θα αφορά μόνο τον ευρωπαϊκό Νότο.
(Ο Αλέκος Κρητικός είναι Ειδικός Σύμβουλος, Πρώην ανώτερο στέλεχος, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πρώην Γεν. Γραμματέας, Υπουργείο Εσωτερικών –Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-Report)