Η ομόφωνη υιοθέτηση από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ της απόφασης για την ανανέωση της Αποστολής του ΟΗΕ στη Λιβύη για ένα έτος έδωσε την ευκαιρία στην ελληνική πλευρά να παρέμβει με έμμεσο τρόπο στις εξελίξεις. Η αρχή έγινε με την απόφαση ανάκλησης του Έλληνα πρέσβη πριν καν επιδώσει τα διαπιστευτήρια του, μία απόφαση που προκάλεσε απορία, δεδομένου ότι η Ελλάδα θα πρέπει να έχει παρουσία και στην Τρίπολη.
Όμως φαίνεται ότι η Αθήνα ήθελε να καταδείξει πως η τελευταία συμφωνία ανάμεσα σε Τρίπολη και Άγκυρα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα, κατά παράβαση της εντολής που έχει η υφιστάμενη κυβέρνηση της Λιβύης, η οποία σημειωτέον συνεχίζει τη θητεία της πέραν του προβλεπόμενου χρονικού ορίου, μιας και δεν έχουν ακόμη διεξαχθεί εκλογές στην πολύπαθη χώρα. Ο κύριος Δένδιας επέλεξε σωστά να συντονιστεί με τον Αιγύπτιο ομόλογό του και είναι αξιοσημείωτο ότι το Κάιρο διέκοψε τις «διερευνητικές συνεδριάσεις διαλόγου» με την Άγκυρα εξαιτίας του ρόλου της τελευταίας στη Λιβύη. Είναι προφανές ότι η υποστήριξη της Αιγύπτου είναι αυτή τη στιγμή καθοριστικής σημασίας για τα ελληνικά συμφέροντα σε σχέση με την Λιβύη.
Είναι επίσης σαφές ότι η Ελλάδα δεν θέλει επ’ουδενί μέχρι τη διεξαγωγή των εκλογών στη Λιβύη να ενεργοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο. Όπως επίσης, πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί είτε η ανακήρυξη υφαλοκρηπίδας από πλευράς Λιβύης για την περιοχή που βρίσκεται εκτός του τουρκολιβυκού συμφώνου και η οποία σχεδόν αγκαλιάζει τη Γαύδο είτε η κατάθεση των εξωτερικών ορίων της λιβυκής υφαλοκρηπίδας βάσει της συμφωνίας με την Τουρκία. Συνεπώς, η απόφαση του ΟΗΕ που όχι μόνο «τραβάει το αυτί» του Ντμπειμπά, αλλά και του υπενθυμίζει ότι η υποστήριξη της Τουρκίας δεν είναι αρκετή για την επιβίωση του, είναι ευπρόσδεκτη. Και είναι λογικό πως οι Αμερικανοί βοήθησαν σε αυτή την κατεύθυνση, ελπίζω χωρίς προϋποθέσεις (πχ αναφορικά με τη μη επέκταση των χωρικών μας υδάτων). Πάντως, από εδώ και πέρα δεν πρέπει να είμαστε αφοριστικά απορριπτικοί στο ενδεχόμενο να αποκαταστήσουμε τους διαύλους με την τουρκοκρατούμενη Τρίπολη. Τα μηνύματα άλλωστε περνούν καλύτερα απευθείας παρά μέσω τρίτων.
Το ξήλωμα και πάντως η αποδυνάμωση του τουρκολιβυκού συμφώνου, ωστόσο, απαιτούν και πιο προωθημένες ενέργειες από πλευράς μας, που ναι μεν δεν είναι εύκολες σε ένα προεκλογικό περιβάλλον αλλά είναι αναγκαίες. Και η επίτευξη συναίνεσης σε εθνικά ζητήματα, πέρα και έξω από την αναμενόμενη εγχώρια πόλωση ανάμεσα στα κόμματα, θα είναι ευεργετική. Σε ένα ιδανικό λοιπόν σενάριο θα μπορούσε να συμφωνηθεί ως εθνική θέση, με τη δέσμευση υλοποίησης την επομένη των εκλογών ανεξάρτητα από τη μορφή και τη σύνθεση της κυβέρνησης, η επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ., τουλάχιστον νοτίως και ανατολικά της Κρήτης και νοτίως του Καστελλορίζου, ακολουθούμενη από μια πρόταση συνολικής διευθέτησης των διαφόρων με διάφορα σχήματα και εναλλακτικές ανάμεσα στα κράτη της ανατολικής Μεσογείου με συγκεκριμένους κανόνες και βάση το διεθνές δίκαιο. Εξάλλου, η ακύρωση του τουρκολιβυκού συμφώνου αποτελεί εθνική υπόθεση, πολλώ δε μάλλον η επέκταση των χωρικών μας υδάτων (ως κομμάτι μίας ευρύτερης στρατηγικής) και η εξεύρεση λύσης στα προβλήματα που ταλανίζουν τη χώρα μας και την ευρύτερη περιφέρειά της.
Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι Διευθυντής Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων & Αναπληρωτής Καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος. Κυκλοφορεί σε επιμέλειά του το βιβλίο «Το Μέλλον της Ιστορίας» (εκδόσεις Παπαδόπουλος) –Το άρθρο είναι ανασημοσίευση από την εφημερίδα «Τα Νέα»)