Εδώ και μήνες εξελίσσεται μία σκληρή διαπραγμάτευση ανάμεσα στην Τουρκία και στις Ηνωμένες Πολιτείες σε κλίμα αμοιβαίας δυσπιστίας αλλά και συναντίληψης ότι δεν συμφέρει κανένα από τα δύο μέρη η ρήξη.
Το γεγονός ότι η Τουρκία πρόκειται να εισέλθει σε εκλογική χρονιά, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο Ερντογάν κυρίως λόγω της πορείας της οικονομίας, και η ανάγκη του να τις κερδίσει πάση θυσία, δημιουργούν προβλήματα αλλά και περιορισμούς στις διαβουλεύσεις τους.
Προβλήματα γιατί υπάρχει εκνευρισμός στην Αγκυρα για ενέργειες της Ουάσιγκτον που θεωρεί ότι στρέφονται εμφανώς εις βάρος των συμφερόντων της, ο οποίος μάλιστα επιτείνεται από την πεποίθηση ότι ο Ερντογάν δεν είναι αρεστός στον αμερικανικό παράγοντα, εξ ου και προσπάθησε να τον «ξεφορτωθεί» με το αποτυχημένο πραξικόπημα αλλά και συνεχίζει να τον υπονομεύει με την υποστήριξη των Κούρδων της Συρίας και την αλλαγή πολιτικής σε σχέση με την Ελλάδα. Στο εγχώριο αφήγημα Ερντογάν, ο αμερικανικός παράγοντας συνήθως δαιμονοποιείται και χρεώνεται ενέργειες αποσταθεροποίησης του καθεστώτος, ώστε να επιτυγχάνεται η συσπείρωση κυρίως του εθνικιστικού ακροατηρίου και να αιτιολογείται η απομάκρυνση από τα δυτικά πρότυπα.
Αλλωστε, ο Ερντογάν δεν θέλει να είναι δέσμιος αποφάσεων και επιλογών τρίτων, και λόγω της Ουκρανίας προσπαθεί να αποκτήσει μεγαλύτερους βαθμούς ευελιξίας και ανοχής, ακόμη και σε επιθετικές ενέργειες, όπως αυτή έναντι των Κούρδων της Συρίας. Επιχειρεί, όμως, αντίστοιχα να του επιτρέπεται χωρίς κόστος να ξιφουλκεί εναντίον της Ελλάδος, καλλιεργώντας ανθελληνικό κλίμα στο εσωτερικό της χώρας του, να διανθίζει την ατζέντα των τουρκικών διεκδικήσεων, επιβαρύνοντας την ατμόσφαιρα με ένα στα χαρτιά σύμμαχο και να εκβιάζει πως θα έρθει μια νύχτα ξαφνικά. Ανήκουστες απειλές, που γίνονται ενώπιον Ευρωπαίων ομολόγων του κ. Τσαβούσογλου, οι οποίοι εν τη σιωπή τους, αν δεν τις δέχονται αν μη τι άλλο δεν τις καταδικάζουν. Δεν έχουμε πάρει το μάθημά μας από τα συμβαίνοντα στην Ουκρανία; Οταν διατείνονται διάφοροι ηγέτες της Δύσης ότι τυχόν νίκη της Ρωσίας σημαίνει επικράτηση του εισβολέα και περιφρόνηση βασικών εννοιών του διεθνούς δικαίου, όπως της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας, γιατί υποβαθμίζουν την προφανή αναλογία σε πρακτικές και μεθόδους ανάμεσα σε Ρωσία και Τουρκία. Ή πού ακριβώς θεωρούν ότι διαφέρουν, όταν η Αγκυρα οικοδομεί συνθήκες ακόμη και ένοπλης αντιπαράθεσης με την Ελλάδα, απειλώντας ευθέως με εισβολή, επικαλούμενη την απόρριψη παράλογων απαιτήσεών της, όπως έκανε και η Μόσχα; Πώς έχει αφυπνιστεί η Δύση μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, όταν στο όνομα της ενότητας απέναντι στη Ρωσία, την οποία απροκάλυπτα υπονομεύει η Τουρκία, την επιβραβεύει, κάνοντας τα στραβά μάτια στην περιφρόνηση που συχνά της επιφυλάσσει;
Είναι πλέον πρόδηλο ότι αρκετοί Δυτικοί δίνουν το περιθώριο στην Τουρκία να τους εκβιάζει. Βέβαια λόγω της απώλειας της αξιοπιστίας της, η τουρκική ηγεσία βρίσκεται εξίσου, αν όχι περισσότερο, εκβιαζόμενη. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που ο Ερντογάν δεν αντέχει να χάσει τις εκλογές. Εντούτοις, μόνο ευχαριστημένοι δεν μπορούμε να είμαστε από τον τρόπο αντιμετώπισης της Τουρκίας, διότι η κόκκινη γραμμή των εταίρων μας εκ των πραγμάτων τοποθετείται σε διαφορετικό σημείο από το δικό μας. Και έτσι είναι μεν ικανοποιημένοι για το ότι η Τουρκία δεν κάνει το μεγάλο βήμα της ένοπλης αντιπαράθεσης με την Ελλάδα, το οποίο έτσι κι αλλιώς θέλει να αποφύγει, ξεγελώντας τους ώστε να θεωρούν ότι χάρη σε αυτούς συγκρατείται, και δεν αντιλαμβάνονται πως τεστάροντας τις αντοχές τους, παρατηρεί ότι αυτές εξασθενούν κάθε φορά που αναβαθμίζεται ο ρόλος της, εν προκειμένω σήμερα λόγω Ουκρανίας. Ακόμη πιο προβληματικό είναι ότι ενώ πίσω από κλειστές πόρτες συνειδητοποιούν ότι η Τουρκία συχνά παίζει το παιχνίδι της Ρωσίας, στον φόβο μην τη χάσουν της επιτρέπουν να το κάνει. Χαρακτηριστικά, σε συζήτηση προ λίγων εβδομάδων, άκουσα έκπληκτος Ευρωπαίους και Αμερικανούς αξιωματούχους να δικαιολογούν την εξαίρεση της Αγκυρας από τις κυρώσεις, στη λογική ότι η συμμετοχή της σε αυτές θα καταστρέψει την τουρκική οικονομία! Και ειλικρινά αναρωτιέμαι πόσο δυναμώνει το ΝΑΤΟ απέναντι στη Ρωσία όταν ένας βασικός εταίρος αμφιταλαντεύεται και εγείρει μερικώς ανεδαφικές αξιώσεις για να δώσει τη συγκατάθεσή του στην ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας, κάτι που στην πράξη όχι μόνο υπονομεύει τη συνοχή της συμμαχίας αλλά και την εκθέτει για την αδυναμία της να επιβληθεί.
Τελικά, αυτή η διστακτικότητα απέναντι στην Τουρκία (ενδεικτική η σύγχυση με τα F-16) είναι απόρροια της γενικότερης στασιμότητας που εμφανίζει η Δύση, μεταξύ άλλων και στην παραγωγή ιδεών, ειδικότερα δε στο πώς να αντιμετωπίσει αναδυόμενες και αναθεωρητικές δυνάμεις. Ακολουθώντας λοιπόν την πεπατημένη περασμένων δεκαετιών σε ένα όμως ραγδαία μεταβαλλόμενο περιβάλλον, ένα σημαντικό μέρος της Δύσης αγνοεί ότι απέναντί του έχει μία Τουρκία με διαφορετική φυσιογνωμία και διφορούμενο προσανατολισμό που θέλει να σπάσει τα δεσμά της.
(Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων και αναπληρωτής καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος. Κυκλοφορεί σε επιμέλειά του το βιβλίο «Το μέλλον της Ιστορίας» (εκδόσεις Παπαδόπουλος)- Το Άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την "Καθημερινή" της Κυριακής)