Ιράν και Σαουδική Αραβία συμφώνησαν πρόσφατα να αποκαταστήσουν τις διπλωματικές τους σχέσεις χάρη στη διαμεσολάβηση της Κίνας. Η προσδοκία είναι ότι θα εξομαλυνθεί κάπως, αν όχι σε μεγάλο βαθμό, η κατάσταση στην περιοχή. Χωρίς να συνδέεται άμεσα, έρχεται σε συνέχεια των προσπαθειών των ΗΠΑ να αποκαταστήσουν τις σχέσεις ανάμεσα σε αραβικά κράτη και Ισραήλ, και εδώ είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ η Σαουδική Αραβία δεν ακολούθησε στην αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ (αναμενόταν ότι για λόγους πρεστίζ θα το έκανε τελευταία), αποφάσισε να βρει ένα modus vivendi με το Ιράν και ενώ το τελευταίο όχι μόνο βρίσκεται στο στόχαστρο Ισραηλινών και Αμερικανών, αλλά δεν έχει συνηγορήσει στην αναβίωση της συμφωνίας του 2015 για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Ενώ λοιπόν η Τεχεράνη πιέζεται –στο εσωτερικό με τη συνεχιζόμενη αντίσταση απέναντι στις μεθόδους του καθεστώτος, στο εγγύς εξωτερικό με τις συνέπειες της υπερέκτασής της, κυρίως εξαιτίας της συμμετοχής της στον πόλεμο της Συρίας για τη διάσωση του Ασαντ, και βέβαια οικονομικά λόγω των αμερικανικών κυρώσεων– χάρη στη συμφωνία με τη Σαουδική Αραβία μειώνει τα ανοιχτά μέτωπα και προφανώς θα έχει και οικονομικό όφελος, τόσο από την αναδίπλωση από τη Συρία όσο και από την επιβράβευσή της από την Κίνα.
Η Σαουδική Αραβία από την πλευρά της, ένας εκ των παραδοσιακότερων συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή, δείχνει εμφανή σημάδια διαφοροποίησης από τις τελευταίες και οπωσδήποτε απροθυμία να ακολουθεί άκριτα τις πολιτικές τους. Μάλιστα, πρόκειται να ενταχθεί στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης, ένα όργανο που ελέγχεται από την Κίνα και συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, Ινδία και Πακιστάν, το οποίο αμφισβητεί την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων, και παρά τον ετερόκλητο χαρακτήρα του, αποκτά νέα δυναμική με την υποδοχή του Ριάντ και ενδεχομένως και της Τεχεράνης αλλά και άλλων στο μέλλον.
Ενα κράτος που θέλει να δείχνει ότι έχει αποκτήσει τη δική του περπατησιά στο διεθνές στερέωμα είναι η Τουρκία. Και το μήνυμα που στέλνει, όπως άλλωστε και η Σαουδική Αραβία, είναι ότι η πολιτική της δεν ετεροκαθορίζεται, βάσει των συμφερόντων της Δύσης, αλλά με αξιολόγηση των συσχετισμών ισχύος και της νέας πραγματικότητας, που θέλει τις Ηνωμένες Πολιτείες να διαχειρίζονται την κάμψη τους και την Κίνα να προβάλλει πιο εμφατικά τις φιλοδοξίες της. Σε αυτό το υπό διαμόρφωση, ρευστό παγκόσμιο περιβάλλον, η Αγκυρα πιστεύει ότι ωφελείται, όχι μόνο από την πολυκεντρικότητα –που σημαίνει ότι διάφορα περιφερειακά κέντρα εξουσίας μπορούν να ορίζουν σε κάποιο βαθμό τις τύχες ολόκληρων περιοχών, χωρίς αυτές να διαφεντεύονται από εξωτερικές δυνάμεις– αλλά και από την ανάγκη προσεταιρισμού της λόγω της αυξανόμενης στρατηγικής της αξίας, αφού προσδοκά ότι ευρισκόμενη σε ένα εκκρεμές καθίσταται πολύφερνη νύφη για όποια δύναμη θέλει να ισχυροποιήσει τη θέση της στην Ευρασία.
Τι όμως προσφέρει η Τουρκία, που ηθελημένα δεν εντάσσεται στη δυτική ορθοδοξία, όπως απέδειξε με την ουδετερότητά της στον πόλεμο της Ουκρανίας; Κατά πρώτον, πρόσβαση και επιρροή που ασκεί κυρίως σε μουσουλμανικά κράτη, από τα Βαλκάνια μέχρι την Αφρική αλλά και τον Καύκασο και την κεντρική Ασία. Ο παράγων θρησκεία παίζει σημαίνοντα ρόλο, εντούτοις η Αγκυρα έχει εδραιώσει την παρουσία της μέσω της αναπτυξιακής και ανθρωπιστικής βοήθειας που παρέχει, των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και ανταλλαγών και βέβαια με τις τουρκικές αερογραμμές να πετούν στα περισσότερα μέρη του πλανήτη. Επίσης, έχει δημιουργήσει ένα δίκτυο στρατιωτικών βάσεων και διαθέτει προσωπικό για αποστολές διαφόρων οργανισμών. Συνάμα, επιδιώκει τη μετεξέλιξή της σε μικρή Κίνα στο σκέλος των αλυσίδων τροφοδοσίας, που διαταράχθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας και ενέτειναν την ανασφάλεια των δυτικών για τον μεγάλο βαθμό εξάρτησής τους από την Κίνα και ευρύτερα την Ανατολή. Ετσι, η Αγκυρα αυτοπροτείνεται ως εναλλακτική στις νέες γραμμές παραγωγής. Κάπου εδώ όμως πρέπει να σημειώσουμε ότι εις επίρρωσιν
όσων διατείνεται ο Ερντογάν αναφορικά με την αυτονόμηση της χώρας του και την επιλογή ενός μεσαίου δρόμου ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή, η Τουρκία λειτουργεί ως «μπροστινός» όχι μόνο καταρινών συμφερόντων αλλά ακόμη και ρωσικών και κινεζικών σε διάφορα σημεία του πλανήτη, ειδικότερα δε σε Βαλκάνια και Αφρική, όπου αναζητώντας κανείς το νήμα επενδύσεων από τουρκικές εταιρείες καταλήγει ότι ο χρηματοδότης προέρχεται από τρίτη χώρα. Ο δε Πούτιν δίνει συστηματικά ψήφο εμπιστοσύνης στον Ερντογάν.
Παρ’ όλα αυτά, σε μία φάση που η Δύση και ειδικότερα ο αμερικανικός παράγοντας περιχαρακώνονται έναντι της Κίνας, στο τείχος αυτό που πιθανόν να υψωθεί για την ανάσχεση της κινεζικής επιρροής, η θέση της Τουρκίας θα είναι κρίσιμη. Βέβαια το ζητούμενο για την Ουάσιγκτον δεν είναι η κρισιμότητα αλλά η εμπιστοσύνη, η συνέπεια και συνακόλουθα η χρησιμότητα της Αγκυρας για τους σχεδιασμούς της. Ωστόσο, με τον σεισμό να έχει διαφοροποιήσει τη σχέση Δύσης - Τουρκίας και τη φιλοδυτική αντιπολίτευση να καραδοκεί, θέλει ιδιαίτερη προσοχή για εμάς αν και πώς η Τουρκία τυχόν εξαργυρώσει την αυξανόμενη σημασία της ως frontier state, εφόσον της ανατεθεί και δεχτεί αυτόν τον ρόλο. Γιατί προσώρας με τις επαμφοτερίζουσες προ-θέσεις της, προτιμά να θολώνει τα νερά, όμως αν δει την ευκαιρία δεν αποκλείεται να την εκμεταλλευθεί.
(Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων, καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος και αναλυτής διεθνών θεμάτων του ΑΝΤ1-Το Άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή»)