Ο πληθωρισμός πλήττει τους φτωχότερους – αναφέρει έρευνα της ΕKT. Επειδή δαπανούν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους για διατροφή και ενέργεια, τα φτωχά νοικοκυριά πλήττονται βαρύτατα. Ο πληθωρισμός δεν είναι ίδιος για όλους, ο πληθωρισμός των φτωχών είναι πολύ μεγαλύτερος από τον πληθωρισμό των πλουσίων. Μάλιστα –καταλήγει η έρευνα– το χάσμα ανάμεσα στους δύο πληθωρισμούς σήμερα είναι το μεγαλύτερο που έχει καταγραφεί από το 2006.
Ανάλογες είναι οι διαπιστώσεις που κάνει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ ειδικά για την Ελλάδα. Τις υπενθυμίζουμε: Ο κατώτατος μισθός έχει χάσει το 19% της αγοραστικής του δύναμης από τον Απρίλιο. Φέτος, οι απώλειες αγοραστικής δύναμης φθάνουν στο 40% για τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα έως 750 ευρώ, στο 9%-14% για τα νοικοκυριά με εισόδημα 751-1.100 ευρώ. Και η διανομή του εισοδήματος αλλάζει υπέρ των κερδών και εις βάρος της μισθωτής εργασίας.
Είναι πληθωρισμός κερδών. Αλλά δεν μπορεί να συνεχίζεται αενάως και ανεμπόδιστα. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αρχίζουν να διαισθάνονται ότι είναι θέμα χρόνου πότε ο πληθωρισμός θα περάσει σε μισθούς και ημερομίσθια, με αποτέλεσμα να ενισχυθεί και να παραταθεί η διάρκειά του στο 2023 – και δη σε ευρωπαϊκές οικονομίες με στάσιμη παραγωγικότητα ή/και ύφεση. Οι εργατικές κινητοποιήσεις στη γαλλική TotalEnergies, στη σκανδιναβική SAS, στην ιταλική Stellantis, στη Βρετανία, αυτό προμηνύουν. Σε αυτή τη λίστα πήρε θέση και η Ελλάδα, με την απεργία της περασμένης Τετάρτης.
Στη χώρα μας, αιτία του πληθωρισμού είναι τα υπερβολικά ποσοστά μεικτού κέρδους, με τα οποία έχουν (κακο)μάθει να δουλεύουν μεγάλο μέρος της βιομηχανίας, του λιανικού εμπορίου, το εισαγωγικό εμπόριο και το χονδρεμπόριο. Πρόκειται για ποσοστά κέρδους που, απλώς, δεν υπάρχουν σε άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, γιατί σε εκείνες λειτουργεί ο ανταγωνισμός. Γι’ αυτό, πολλά είδη πρώτης ανάγκης είναι πιο ακριβά στο ελληνικό παρά στο γερμανικό μαγαζί της ίδιας αλυσίδας. Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι τόσο να μην αυξηθούν τα υπερβολικά –λόγω ανυπαρξίας ανταγωνισμού– ποσοστά κέρδους (όπως επιδιώκει η κυβέρνηση), αλλά να μειωθούν. Μεσομακροπρόθεσμα προϋπόθεση είναι να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός. Ωστόσο, κι αν ακόμα ξεκινούσε σήμερα μια τέτοια προσπάθεια (που δεν ξεκινάει…) θα χρειαζόταν χρόνος. Χρόνος, όμως, δεν υπάρχει.
Αν δεν γίνει κάτι άμεσα και απλώς συνεχιστεί η κωμωδία «του καλαθιού του νοικοκυριού», οι συνέπειες διαφαίνονται στον ορίζοντα και δεν είναι καλές: Σε μια κοινωνία που, έπειτα από μία 10ετία μεγάλης ταλαιπωρίας, δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα, ενώ το ένα τρίτο της βρίσκεται στο φάσμα της στέρησης και της φτώχειας, μοιάζει να έχεις πλημμυρίσει το δάπεδο με βενζίνη και να περιμένεις τον αφηρημένο που θα ανάψει τσιγάρο και θα πετάξει το αναμμένο σπίρτο. Είναι και οι οικονομικές συνέπειες: Αν δεν τιθασευθεί η ακρίβεια, ακόμα μεγαλύτερο κόστος θα πληρώσει και η (αδύναμη) ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Και δεν θα φταίνε τα συνδικάτα – η κυβερνητική αδιαφορία θα ευθύνεται.
Μπορεί κάτι να γίνει; Επί του θέματος γράψαμε ως βασικό κορμό μερικές σκέψεις την περασμένη Κυριακή. Επανερχόμαστε με ένα παράδειγμα: Ας δουν οι αρμόδιοι τι είχε κάνει ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης στην 5ετία 1995-1999. Αναλαμβάνοντας, τότε, καθήκοντα υφυπουργού Εμπορίου, είχε παραλάβει έναν πληθωρισμό της τάξης του 20%, με εντολή να τον μειώσει δραστικά, γιατί ήταν προϋπόθεση για την είσοδο της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Το υπουργείο Εμπορίου και η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπήκαν σε διάταξη μάχης, μελέτησαν τις αγορές σημείο προς σημείο, δυνατότητες, περιθώρια μεικτού κέρδους, τις ιδιαιτερότητες της καθεμιάς, και με σχέδιο και άμεσες δράσεις κατάφεραν να ρίξουν τον πληθωρισμό στην περιοχή του 3%. Τότε εθνικός στόχος ήταν η ένταξη στην ΟΝΕ. Τώρα είναι η διάσωση μιας κοινωνίας. Κι αυτό δεν γίνεται με καλάθια της πλάκας.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)