Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιούργησε νέα δεδομένα στον ενεργειακό κλάδο, εν μέσω παγκόσμιας μετάβασης –έστω και σε διαφορετικές ταχύτητες– στην κλιματική ουδετερότητα. Η ευρωπαϊκή πλευρά συνειδητοποίησε απότομα και δυσάρεστα ότι σε μία σχέση αλληλεξάρτησης, σαν αυτή που είχε αναπτύξει με τη Μόσχα, σε συνθήκες κρίσης, ο προμηθευτής έχει το πλεονέκτημα της εργαλειοποίησης της κατάστασης έναντι του προμηθευόμενου. Ανακαλώ στη μνήμη μου συζήτηση με ένα κορυφαίο στέλεχος της ενεργειακής αγοράς τον περασμένο Απρίλιο, όταν απέκλειε κατηγορηματικά την πιθανότητα η Ρωσία να φθάσει στο σημείο να καίει φυσικό αέριο. Τελικά όμως το αδιανόητο συνέβη. Επομένως, όταν βρίσκεσαι στη θέση του πελάτη, μειονεκτείς, διότι αδυνατείς να ελέγξεις την τροφοδοσία και εξαρτάσαι από τον αν-ορθολογισμό της πλευράς που σε προμηθεύει.
Ετσι κι αλλιώς οι Βρυξέλλες είχαν αμελήσει τα προηγούμενα χρόνια, υποτασσόμενες εν πολλοίς στις επιθυμίες του Βερολίνου, να δημιουργήσουν εναλλακτικές ως προς το ρωσικό φυσικό αέριο, ενώ ορισμένοι ευρωπαϊκοί κύκλοι υποστήριζαν ότι με αυτόν τον τρόπο θα διατηρούσαμε τη Μόσχα προσδεμένη στο ευρωπαϊκό άρμα.
Χρειάστηκε η προσάρτηση της Κριμαίας και εν συνεχεία ο πόλεμος στην Ουκρανία για να αφυπνιστούν οι Ευρωπαίοι και να αντιληφθούν το προφανές: ότι η απουσία εναλλακτικών συρρικνώνει αισθητά τα περιθώρια διαπραγματευτικών ελιγμών και αυξάνει τις εξαρτήσεις από ολιγοπώλια. Την καθυστέρηση αυτή για τουλάχιστον τα επόμενα δύο χρόνια θα την πληρώνουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις με ελλείψεις και διακοπές ρεύματος και οπωσδήποτε πολύ ακριβά – οι τιμές πάντως ακολουθούσαν την ανιούσα ήδη πριν από το ξέσπασμα του πολέμου. Δυστυχώς, οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν προσώρας να επηρεάσουν τις τιμές ούτε κατά το ελάχιστο.
Η δε πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την επιβολή πλαφόν στις τιμές φυσικού αερίου στα 275 ευρώ ανά θερμική μεγαβατώρα, όταν οι αντίστοιχες τον Αύγουστο του 2021 ήταν στα 28 ευρώ, είναι αποκαλυπτική της απόστασης που χωρίζει τις Βρυξέλλες από τις ανάγκες των λαών, αλλά και των οικονομιών της Ευρώπης. Σημειωτέον πως και το υγροποιημένο φυσικό αέριο αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε υψηλές τιμές.
Την περασμένη εβδομάδα βρέθηκα στις Βρυξέλλες, όπου επιβεβαίωσα τη σύγχυση που επικρατεί σχετικά με το μέλλον της ενέργειας. Η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια παραμένει προτεραιότητα, ωστόσο το μείγμα ανάμεσα σε ανανεώσιμες πηγές και πιο παραδοσιακές μορφές είναι άγνωστο και εξάρτηση πολλών μεταβλητών. Η Ε.Ε. είχε υποτιμήσει μέχρι πρότινος τη σημασία του φυσικού αερίου ως καυσίμου μετάβασης. Και αν η επιστροφή στην εγχώρια παραγωγή άνθρακα και λιγνίτη συνιστά επιλογή ανάγκης με χρονικό ορίζοντα που δεν υπερβαίνει την τριετία και η πυρηνική ενέργεια που προσφέρει λύσεις αποτελεί ταμπού, το φυσικό αέριο εκ των πραγμάτων μετεξελίσσεται στη γέφυρα προς την «πράσινη» εποχή. Πλην όμως, το μειονέκτημα είναι ότι οι επονομαζόμενες εγχώριες πηγές της Ευρώπης μειώνονται, η εξάρτηση από τις εισαγωγές αυξάνεται, ενώ οι πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για την ενεργειακή μετάβαση βρίσκονται σε σημαντικό βαθμό στα χέρια της Κίνας.
Η δε κινητοποίηση των τελευταίων μηνών έχει μεν αποφέρει καρπούς, με την Ευρωπαϊκή Ενωση να απευθύνεται για εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) σε χώρες όπως η Μοζαμβίκη, η Νιγηρία, το Τρινιντάντ, το Κατάρ και οι ΗΠΑ, πλην όμως με εξαίρεση τις τελευταίες, όπου έχουν εξασφαλιστεί ικανές ποσότητες, οι υπόλοιπες λύσεις είτε έχουν προβλήματα (π.χ. το Κατάρ προέβη στις αρχές της εβδομάδας σε 27ετή συμφωνία με την Κίνα), είτε είναι οικονομικά ασύμφορες ή δεν συμβάλλουν σοβαρά στην επιχειρούμενη διαφοροποίηση από τη Ρωσία.
Προς τούτο, η ανατολική Μεσόγειος μπορεί να αθροίσει τις παραγωγικές της δυνατότητες για την ασφάλεια τροφοδοσίας της Γηραιάς Ηπείρου, τόσο κυρίως με ανανεώσιμες όσο και με φυσικό αέριο. Ως προς το τελευταίο, όμως, έχει ήδη γυρίσει η κλεψύδρα και ο χρόνος δεν είναι σύμμαχος. Εντούτοις, η συμπερίληψη Κύπρου και Ελλάδας στους ενεργειακούς σχεδιασμούς της Ε.Ε., όχι μόνο ως διαμετακομιστικών αλλά και ως παραγωγών αποκτά ιδιαίτερη αξία, γιατί προσθέτει αξιοπιστία και προβλεψιμότητα σε ένα ενεργειακό περιβάλλον εξαιρετικά αβέβαιο.
Αναφορικά με την Ελλάδα, η απόφαση της Exxonmobil σχεδόν να διπλασιάσει το πεδίο διεξαγωγής σεισμικών ερευνών, σε συνέχεια ανάλογης κινητικότητας και σε άλλα σημεία της ελληνικής επικράτειας, δηλώνει ισχυρή ψήφο εμπιστοσύνης στη χώρα μας. Παρατηρώντας τη βαρύτητα και την προέλευση των εμπλεκομένων εταιρειών, καθώς και το ενδιαφέρον ξένων εταιρειών με παρουσία και γνώση των περιοχών της ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων (Chevron και Shell), καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει πίστη και προσδοκία για τις προοπτικές εξεύρεσης κοιτασμάτων στο υπέδαφός μας. Και είναι λογικό να επισπεύδονται και να συγχωνεύονται τα στάδια του ερευνητικού μας προγράμματος, με το βλέμμα στραμμένο στον πόλεμο στην Ουκρανία, τις συνακόλουθες ανάγκες της αγοράς και τη βούλησή μας να εξαντλήσουμε τα περιθώρια μετατροπής μας σε περιφερειακό σημείο αναφοράς διαμετακόμισης, διανομής και παραγωγής διαφόρων μορφών ενέργειας.
Η συμπερίληψη Κύπρου και Ελλάδας στους ενεργειακούς σχεδιασμούς της Ε.Ε. και ως παραγωγών προσθέτει αξιοπιστία και προβλεψιμότητα σε ένα ενεργειακό περιβάλλον εξαιρετικά αβέβαιο.
Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι Διευθυντής Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων & Αναπληρωτής Καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος. Κυκλοφορεί σε επιμέλειά του το βιβλίο «Το Μέλλον της Ιστορίας» (εκδόσεις Παπαδόπουλος) –Το άρθρο είναι αναdημοσίευση από την εφημερίδα «Kαθημερινή» της Κυριακής)