Εσχάτως η Τουρκία επιχειρεί να επαναφέρει τις σχέσεις της με τα αραβικά κράτη και το Ισραήλ στην κανονικότητα. Πόσο εφικτό όμως είναι αυτό;
Η ισλαμική φυσιογνωμία την οποία προσέδωσε στην Τουρκία ο Ερντογάν δεν αφορά μόνο στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό της χώρας. Ο Τούρκος πρόεδρος έκανε την επιλογή ταύτισης με τις μουσουλμανικές αδελφότητες, δημόσιας υπεράσπισης των Παλαιστινίων, συνεχών καταγγελιών περί κακομεταχείρισης μουσουλμανικών πληθυσμών ανά τον κόσμο, ώστε να αναδειχθεί στον προστάτη των μουσουλμάνων και έτσι να δικαιούται να ομιλεί εξ ονόματός τους.
Τρία γεγονότα μετά το 2009 καθόρισαν την τουρκική πολιτική σε σχέση με τον αραβικό κόσμο και το Ισραήλ. Το 2010, η απόφαση των ισραηλινών δυνάμεων να απωθήσουν τη νηοπομπή του διεθνούς κινήματος Free Gaza που επιχειρούσε να σπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας πυροδότησε μια άνευ προηγουμένου ένταση ανάμεσα σε Ισραήλ και Τουρκία. Ηταν πλέον σαφές ότι η Αγκυρα είχε αποφασίσει να στοχοποιήσει το Ισραήλ για να διευρύνει το ακροατήριό της στον αραβικό κόσμο. Λίγο μετά, το ξέσπασμα των αραβικών εξεγέρσεων βρήκε την Τουρκία να ποντάρει στην επικράτηση των μουσουλμανικών αδελφοτήτων και στην περίπτωση της Συρίας στην ανατροπή του Ασαντ. Εκ του αποτελέσματος ο Ερντογάν δεν δικαιώθηκε, ωστόσο αν οι εκλεκτοί του είχαν τελικά επικρατήσει, σήμερα η επιρροή της Τουρκίας από τη βόρεια Αφρική μέχρι τη Μέση Ανατολή θα ήταν αξιοπρόσεκτη. Η Αγκυρα ηττήθηκε με την ανατροπή του Μόρσι στην Αίγυπτο και την παραμονή του Ασαντ στη Συρία. Επέμεινε, όμως, και τελικά κατάφερε να προωθήσει τα συμφέροντά της μέσω των προβληματικών κυβερνήσεων της Τρίπολης στη Λιβύη. Το τρίτο περιστατικό που καθόρισε τη στάση της Τουρκίας ήταν η ενδοσουνιτική διένεξη ανάμεσα στις μοναρχίες του Κόλπου που ξέσπασε το 2017, και στην οποία πήρε το μέρος του Κατάρ, απέναντι σε Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Εκμεταλλευόμενη την ανάγκη της Ντόχα να μην απομονωθεί, η Αγκυρα εξαργύρωσε και με το παραπάνω τη στήριξη που της προσέφερε τόσο οικονομικά όσο και διπλωματικά, αποκτώντας πρόσβαση με τις πλάτες του Κατάρ σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Και βέβαια ο Ερντογάν είχε έναν συνεπή αιμοδότη για την τουρκική οικονομία, ιδίως τα τελευταία δύο χρόνια που αυτή δοκιμάζεται.
Η εξομάλυνση των σχέσεων σειράς αραβικών κρατών με το Ισραήλ ήδη από το 2020 δημιούργησε νέα δεδομένα. Η τουρκική ηγεσία προφανώς συνειδητοποίησε ότι δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει σε μια παρατεταμένη αντιπαράθεση με κομβικούς δρώντες του περιφερειακού υποσυστήματος. Αλλωστε, πέραν των παρενεργειών της υπερέκτασής της και του σχετικού κλονισμού των σχέσεών της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Τουρκία είχε ανάγκη από ζεστό χρήμα για να μπορέσει ο Ερντογάν να πάει υπό καλύτερες συνθήκες στις εκλογές. Εξίσου είχε αρχίσει να διαπιστώνει τη συρρίκνωση της επιρροής του σε ηγεσίες και χώρες ειδικού ενδιαφέροντος. Προφανώς δεν αρκούσε να κερδίσει τις καρδιές αραβικών και μουσουλμανικών πληθυσμών με τον δημαγωγικό του λόγο και τη δαιμονοποίηση όσων αυτοί αντιπαθούσαν.
Το μεγάλο πρόβλημα της τουρκικής ηγεσίας σε αυτή την προσπάθεια επαναπροσέγγισης είναι η αναξιοπιστία της και το έλλειμμα εμπιστοσύνης απέναντι στις προθέσεις της. Υπενθυμίζεται ότι στο παρελθόν ο Ερντογάν καταφέρθηκε με ακραίους και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς για τις ηγεσίες της Αιγύπτου, της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και τον προσφάτως επανεκλεγέντα Νετανιάχου. Επίσης, η σχέση του με το Ιράν αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη καχυποψία. Στην απορία γιατί τότε δέχτηκαν την επίθεση γοητείας του Ερντογάν, η απάντηση ποικίλλει.
Με το Ισραήλ, η προσωπική αντιπάθεια των δύο ηγετών ενδεχομένως να μην αποτελέσει τροχοπέδη στην αναθέρμανση, εντούτοις λογικά θα μετριαστεί η δυναμική της, γιατί ο Ερντογάν θα καταφερθεί και πάλι σε βάρος των πρακτικών της Ιερουσαλήμ με το βλέμμα στραμμένο στις εκλογές. Με την Αίγυπτο, η χειραψία των δύο προέδρων και η μερική αποκήρυξη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας δεν μοιάζουν προσώρας ικανές να καλύψουν το (ψυχολογικό) χάσμα. Στη Λιβύη, όπου έχει μεταφερθεί η αντιπαράθεσή τους, η Αγκυρα χρειάζεται να κάνει γενναίους συμβιβασμούς για να ικανοποιηθεί η Αίγυπτος, που πιθανόν να της κοστίσουν την επιρροή της στην πολύπαθη χώρα και ενώ θέλει με νύχια και με δόντια να διατηρήσει το τουρκολιβυκό σύμφωνο. Απέναντι, δε, στις μοναρχίες του Κόλπου, η παλάμη της Τουρκίας είναι απλωμένη και οι πρώτες δεν έχουν λόγο να μην αγοράζουν φθηνά περιουσιακά στοιχεία της. Πάντως, όλες οι ηγεσίες παραμένουν επιφυλακτικές και εκτιμούν ότι οι πραγματικές προθέσεις Ερντογάν θα κριθούν/αποκαλυφθούν μετά τις εκλογές.
O Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων και αναπληρωτής καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος- Το Άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)