Σε ποια χώρα του ΟΟΣΑ εφαρμόζεται η πιο στενά ταξική φορολογική πολιτική; Μάλλον στην Ελλάδα. Ξεχωρίζω δύο χαρακτηριστικά του φορολογικού μας συστήματος:
Ένα, η μεγάλη άμβλυνση της προοδευτικότητας της φορολογίας εισοδήματος, δύο η δραματικά μεγάλη συμμετοχή των έμμεσων φόρων στο σύνολο των φορολογικών εσόδων.
Άμεση φορολογία: Καθ’ ημάς τα διανεμόμενα κέρδη φορολογούνται με τον χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή μερισμάτων σε ολόκληρο τον ΟΟΣΑ πλην Λετονίας όπου είναι μηδενικός -ενώ έχει 51% η Ιρλανδία, 44% η Ν. Κορέα, 42% η Δανία, 39% η Βρετανία και ο Καναδάς, αλλά μόλις 5% η Ελλάδα. Και όσο αφορά τη συνολική φορολογία των κερδών, στην Ελλάδα είναι η τέταρτη χαμηλότερη στον ΟΟΣΑ -με 59% στη Ν. Κορέα, 57% στην Ιρλανδία, 55% σε Καναδά και Δανία, 51% στη Γαλλία, 50% στην Γερμανία, ενώ καθ’ ημάς ο μεσοσταθμικός συντελεστής είναι μόλις 25,9%. Αντιθέτως, υπερφορολογείται το εισόδημα από τη μισθωτή εργασία: Με συντελεστή 25% το πάνω από 20.000, με 36% το πάνω από 30.000, με 44% το πάνω από 40.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα.
Έμμεσοι φόροι: Κυριαρχούν καταθλιπτικά. Τόσο, ώστε το φορολογικό μας σύστημα μοιάζει με σύστημα αναπτυσσόμενης κι όχι ανεπτυγμένης χώρας. Αυτή είναι η κοινή εκτίμηση που καταγράφεται σε δύο εμπεριστατωμένες μελέτες που μόλις πρόσφατα δημοσιοποιήθηκαν. Μία, η μελέτη που έκανε για λογαριασμό του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ η καθηγήτρια του Οικονομικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεωργία Καπλάνογλου, Η άλλη είναι η μελέτη του Γιώργου Ιωαννίδη, οικονομολόγου στο τμήμα μελετών του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου, που την παρουσίασε στο πολύ παραγωγικό συνέδριο με θέμα Στρατηγικές Ανάπτυξης, που διοργάνωσαν τρείς φορείς, η μετάΒΑΣΗ, το ΕΤΕΡΟΝ και το Ινστιτούτο ΕΝΑ.
Οι έμμεσοι φόροι αποτελούσαν τη βασικότερη πηγή φορολογικών εσόδων σε όλη τη διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας -γράφει η Γεωργία Καπλάνογλου- παρόλο που οι πιο αναπτυγμένες χώρες συνήθως διαθέτουν πιο εξελιγμένο φοροελεγκτικό μηχανισμό και δυνατότητες αναδιανομής, σε αντίθεση με τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες που αναγκαστικά στηρίζονται στους έμμεσους φόρους. Η κατάσταση χειροτέρεψε στη δεκαετία της οικονομικής κρίσης, το μερίδιο των έμμεσων φόρων στο ΑΕΠ αυξήθηκε ενώ, παράλληλα, μειώθηκε ο λόγος άμεσων/έμμεσων φόρους από 0,74 το 2009 σε 0,56 το 2019 έναντι μέσου ευρωπαϊκού όρου 0,981. Στις χώρες της ΕΕ, σε 1 ευρώ που συλλέγεται από άμεσους φόρους αντιστοιχεί 1 ευρώ από έμμεσους φόρους. Στην Ελλάδα σε 1 ευρώ άμεσης φορολογίας αντιστοιχεί 1,8 ευρώ έμμεσης.
Μια ανάλογη παρατήρηση κάνει ο Γιώργος Ιωαννίδης, αναφερόμενος στην περίοδο 1995-2008. Η ισχυρή ανάπτυξη εκείνης της περιόδου -εξηγεί- δεν οδήγησε σε μείωση του δημοσίου χρέους (περί το 100% ΑΕΠ) ούτε σε δραστική ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, αλλά μάλλον σε γενίκευση της φοροδιαφυγής. Η φοροδιαφυγή έγινε δομικό στοιχείο της οικονομικής δραστηριότητας, αναδείχτηκε σε μηχανισμό πλουτισμού (όχι επιβίωσης…) κι όλα αυτά έγιναν δημοκρατικά και με ευρεία κοινωνική συναίνεση. Κι όταν, το 2014 φτάσαμε στο μέσο ευρωπαϊκό όρο όσον αφορά τα φορολογικά έσοδα ως % του ΑΕΠ, το πετύχαμε με λάθος τρόπο: Με την υπεραύξηση της έμμεσης φορολογίας. Το 1995-2009 οι έμμεσοι φόροι αντιστοιχούσαν στο 11-13% ΑΕΠ -όσο ο μέσος όρος της Ευρώπης. Το 2021 είχαν εκτιναχτεί στο 17,4% ΑΕΠ. Η χρόνια υστέρηση των φορολογικών εσόδων θεραπεύτηκε, αλλά αυτό έγινε με την ακραία επιβάρυνση των πιο αδύναμων.
Που καταλήγουν οι δύο ερευνητές; Ότι το φορολογικό μας σύστημα χρειάζεται βαθιά μεταρρύθμιση (όχι επιλεκτικές μειώσεις φόρων…) ώστε να καταστεί λιγότερο άδικο και οικονομικά και κοινωνικά αποτελεσματικό. Και ότι γενναία φορολογική ελάφρυνση έχει ανάγκη ο κόσμος της μισθωτής εργασίας -όχι του πλούτου. Τα αντίθετα, με άλλα λόγια, από αυτά που γίνονται σήμερα.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)