Στην προεκλογική περίοδο δεν ευημερούν οι νηφάλιες εκτιμήσεις γενικά και ειδικότερα όσον αφορά τις οικονομικές εξελίξεις. Κάθε κόμμα ρέπει να τις παρουσιάζει υπό το πρίσμα που ευνοεί το δικό του προς ψηφοφόρους αφήγημα, με ορισμένη μονομέρεια.
Η μείωση της ανεργίας είναι η μια πλευρά, η άλλη είναι ότι η ανεργία στην Ελλάδα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στην Ευρώπη, μετά την Ισπανία, το ίδιο ισχύει και για την ανεργία των νέων ενώ ισοβαθμούμε στην α΄ θέση στην ανεργία των γυναικών. Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στο 6,5% είναι μια θετική εξέλιξη, ωστόσο οι τιμές συνεχίζουν να αυξάνονται ιδιαίτερα στα τρόφιμα. Ενώ ο πληθωρισμός στη χώρα μας περισσότερο από άλλες χώρες, οφείλεται στην αύξηση των κερδών. Γιατί καθ΄ ημάς βιομηχανία κι εμπόριο έχουν (κακο)μάθει να δουλεύουν με πολύ υψηλά ποσοστά κέρδους, που σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν υπάρχουν -δείτε συγκρίσεις τιμών εκεί κι εδώ.
Ακούγεται όμορφα ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις έχουν αυξηθεί, περί τα 6 δισ. ή 3% του ΑΕΠ το 2022. Αλλά η εικόνα αλλάζει αν συμπληρωθεί με την άλλη διάστασή της, ότι τα ξένα κεφάλαια έρχονται και αγοράζουν κατά κύριο λόγο πολυκατοικίες και άλλα ακίνητα υψηλής απόδοσης και, κατά δεύτερο, εν λειτουργία επιχειρήσεις. Κι αυτό, με την εσωτερική αποταμίευσή μας, με δάνεια που παίρνουν από τις ελληνικές τράπεζες, χωρίς να βελτιώνουν ούτε πόντο το παραγωγικό δυναμικό της χώρας -η αλήθεια είναι ότι οι επενδύσεις σε νέες παραγωγικές μονάδες μειώθηκαν 14% το 2021 και, σύμφωνα με πρώτα στοιχεία, ακόμη περισσότερο πέρυσι.
Μιλώντας για τις τράπεζες: Ακούγεται ωραία ότι μειώθηκαν τα κόκκινα δάνεια που έχουν στο ενεργητικό τους στο 8,2% του συνόλου των δανείων τους. Αλλά αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι, πρώτον, ότι η επιβάρυνση των τραπεζών παραμένει μεγάλη, καθώς ο μέσος όρος των κόκκινων δανείων στο σύνολο των δανείων στις τράπεζες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μόλις 1,79%. Δεύτερον, ότι τα κόκκινα δάνεια δεν εξαφανίστηκαν, βγήκαν από τους ισολογισμούς των τραπεζών και μεταφέρθηκαν παραδίπλα, σε συγγενικά funds και servicers και βαραίνουν δανειολήπτες και οικονομία.
Ευτυχώς, ο παραγωγικός ιστός της ελληνικής οικονομίας δεν καταστράφηκε πάλι (όπως με την εσωτερική υποτίμηση την περασμένη 10ετία) κι έτσι η οικονομία ανακτά ταχέως τις απώλειές της από την κρίση της πανδημίας και μετά. Πέρσι, πέτυχε μεγέθυνση 5,9%. Υπάρχει όμως κι η άλλη πλευρά της σελήνης: Τον ίδιο χρόνο, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών υπέστη σοβαρή επιδείνωση, το έλλειμμά του εκτινάχτηκε στο 10% του ΑΕΠ, 20,1 δισ., από 12,3 δισ. το 2021 και μόλις 2,7 δισ. το 2019. Οι εισαγωγές αυξάνονται πολλαπλάσια από τις εξαγωγές, προς ενδιάμεσα αγαθά και κατανάλωση. Έτσι, μαζί με την ανάκτηση των απωλειών του ΑΕΠ, ανακτώνται και οι παραδοσιακές διαρθρωτικές αδυναμίες του.
Υπάρχει, τέλος, και ο ελέφαντας στο δωμάτιο: Το χρέος. Ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται, κυρίως από την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ λόγω πληθωρισμού. Σε απόλυτο μέγεθος, κι αυτό είναι το σοβαρό, από το 2019 μέχρι σήμερα το δημόσιο χρέος αυξήθηκε 44 δισ. κι από τα 356 εκτοξεύτηκε στα 400 δισ. ευρώ. Θα μπορούσε να μην είχε συμβεί αυτό, αν οι κρατικές ενισχύσεις της τελευταίας διετίας (που ξεπέρασαν τα 55 δισ. ευρώ…) είχαν γίνει με φειδώ, δικαιοσύνη και αυστηρότητα – όχι με παλαιοκομματική ανεμελιά και πελατειακά κριτήρια.
Δυστυχώς, υπερίσχυσε η γοητεία ενός λεφτόδεντρου που φουντώνει χάρη σε πληθωρικά φορολογικά έσοδα και περαιτέρω αύξηση του χρέους -που κάποια άλλη κυβέρνηση, μελλοντικά, θα κληθεί να διαχειριστεί. Έτσι, σήμερα, στα θεμέλια της οικονομίας βρίσκονται 400 δισ. ευρώ δημόσιο χρέος. Δίπλα τους, είναι άλλα 250 δισ. ευρώ ιδιωτικό χρέος. Ίσως, δεν αποκλείεται, να βρεθεί χρόνος για μια συζήτηση επί του θέματος, στις 49 ημέρες που απομένουν μέχρι τις εκλογές.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)