Το ΕΚΑΒ είναι λειψό, του λείπουν περίπου 80 ασθενοφόρα για να καλύψει τα διεθνή στάνταρ αλλά, και τα ασθενοφόρα που διαθέτει υπολειτουργούν, γιατί λείπουν 700 διασώστες για να τα επανδρώσουν. Έγιναν 1.000 προσλήψεις για την περιβόητη πανεπιστημιακή αστυνομία που, όμως, δεν θα συσταθεί (όσοι προσελήφθησαν έχουν ήδη σταλεί σε αστυνομικά τμήματα της γειτονιάς…), αλλά όχι για 700 διασώστες. Δεκάδες δισ. ξοδεύτηκαν ως προεκλογικές επιταγές, αλλά δεν βρέθηκαν 6 εκατ. ευρώ για να αγοραστούν 80 πλήρως εξοπλισμένα ασθενοφόρα. Άνθρωποι πεθαίνουν στο δρόμο εν έτει 2023, όχι γιατί δεν υπάρχουν λεφτά αλλά γιατί δεν υπάρχει έγνοια, νοιάξιμο ενώ περισσεύει η διαχειριστική ανεπάρκεια.
Από χαραμάδες που τυχαία γεγονότα ανοίγουν στο φιλοτεχνημένο παραβάν, φαίνεται μια διαχείριση χαμηλής ποιότητας ενίοτε επικίνδυνη ή/και σκανδαλώδης: Μια απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου, πχ, για έλεγχο στα τηλέφωνα των ευρωβουλευτών, αποκάλυψε το σκάνδαλο των υποκλοπών -και ανέδειξε κινδύνους για τη δημοκρατία. Η εθνική τραγωδία των Τεμπών αποκάλυψε ότι κομματισμός και διαφθορά βασιλεύουν στο κράτος-λάφυρο κι έδειξε πόσο επικίνδυνα αυτά μπορούν να γίνουν για την ίδια τη ζωή. Μία συνηθισμένη για τα δεδομένα κυβερνοεπίθεση έριξε την Τράπεζα Θεμάτων και αποκάλυψε την αμεριμνησία για μέτρα κυβερνοασφάλειας. Ένας θάνατος αποκαλύπτει πόσο παρατημένο είναι το ΕΚΑΒ κοκ. Διαχειριστική ανεπάρκεια και μεταρρυθμιστική κατατονία δίνουν τον τόνο σχεδόν όπου κι αν κοιτάξεις.
Κάπως έτσι είναι τα πράγματα και στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής. Πριν το 2020, αντιμετώπιση οικονομικής κρίσης σήμαινε άγρια πράγματα: Περικοπές δαπανών, πτώση της αξίας της μισθωτής εργασίας, της γης και των επιχειρήσεων, σκληρές και επώδυνες μεταρρυθμίσεις -άλλες για καλό κι άλλες, πάλι, για το χειρότερο. Η απερχόμενη (και οσονούπω επανερχόμενη..) κυβέρνηση, είχε την τύχη να διαχειριστεί την κρίση που προκλήθηκε από την πανδημία και τον πόλεμο, μοιράζοντας πάνω από 60 δισ. ευρώ, με κριτήρια εν πολλοίς πελατειακά και «ελαστικά» και, μάλιστα, πάντα με τις ευλογίες της Κομισιόν -τις οποίες εν πολλοίς εξασφάλιζε, με τη στάση και τους χειρισμούς του, ο Χρ. Σταϊκούρας.
Από μια άποψη, αυτή η πολιτική είχε αποτέλεσμα: Η αυταπάτη ότι η οικονομία έχει τεθεί σε τροχιά ανάπτυξης, ήταν η βάση της εκλογικής νίκης της ΝΔ.
Η πληθώρα κεφαλαίων, από ευρωπαϊκούς πόρους ή έμμεσους φόρους, η διανομή τους «από το παράθυρο» σε ό,τι κινείται στην επικράτεια χωρίς κριτήρια αυστηρά και δίκαια, και η «μαγική» επίδραση του πληθωρισμού στο ΑΕΠ και στα φορολογικά έσοδα, ήταν το γόνιμο έδαφος για να φυτρώσουν μαζί με το γνωστό λεφτόδεντρο και οι αυταπάτες περί δυναμικής ανάπτυξης, προσέλκυσης κεφαλαίων (παρότι αυτά πάνε στην αγορά κόκκινων δανείων, ακινήτων και επιχειρήσεων που ήδη υπάρχουν, όχι σε νέες και δη παραγωγικές επενδύσεις…) και περί αλλαγής μοντέλου σε ένα νέο και εξωστρεφές -παρότι τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και δη μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας δεν είναι παρά πολύ μικρό ποσοστό του ΑΕΠ της χώρας μας.
Από μια άλλη άποψη, αυτή η πολιτική μας οδήγησε να χάσουμε πολύτιμο χρόνο.
Εξηγούμαι: (α) Το παραγωγικό κενό της χώρας μας, η διαφορά μεταξύ του πραγματικού και του δυνητικού ΑΕΠ με άριστη κατανομή των πόρων, κλείνει, ενώ έχουμε πολύ υψηλή ανεργία 12,5% κι επικίνδυνο άνοιγμα στο ισοζύγιο πληρωμών. (β) Καμπάνα για κίνδυνο μακροοικονομικής αποσταθεροποίησης κρούουν οι Βρυξέλλες διότι, με όριο το 4% του ΑΕΠ, το έλλειμμα του ισοζυγίου μας είναι στο 10% περίπου και θα παραμείνει στο 7% φέτος, παρότι έπεσαν οι τιμές των καυσίμων και εξασθενεί η οικονομική μεγέθυνση. (γ) Το δημόσιο χρέος έχει εκτιναχτεί, έχει απορροφήσει (και ψιλοεξαφανίσει) τους πόρους των Ταμείων, και παρότι η εξυπηρέτησή του δεν έχει πρόβλημα χάρη στην κ. Λαγκάρντ και ρυθμίσεις παρελθόντων ετών, το 2032, που λήγει η περίοδος χάριτος, είναι κοντά.
Η ευφορία που προκαλεί η αφθονία χρήματος αναμένεται να συνεχιστεί τα επόμενα δύο τρία χρόνια. Το στοίχημα είναι άλλο: Αν θα γίνει παράθυρο ευκαιρίας για την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας ή θα εξαντληθεί σε φαινόμενα φούσκας. Για το πρώτο, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις σε όλη τη γραμμή. Μέχρι τώρα, αυτές παράπεσαν.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το Άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)