Σχεδόν τρία χρόνια μετά την υπογραφή του παράνομου τουρκολιβυκού συμφώνου, η Άγκυρα επιχειρεί να θέσει τις βάσεις για την εφαρμογή του. Αυτή η κίνηση είναι λογική από τη δική της οπτική, δεδομένου ότι η συμφωνία με την Λιβύη είναι η μόνη που επιβεβαιώνει στην πράξη το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Προκειμένου λοιπόν αυτό να μη μείνει κενό γράμμα, δεδομένων και των ασταθών συνθηκών που επικρατούν στη Λιβύη και της αβεβαιότητας για την επόμενη μέρα, όπου στα ηνία μπορεί να βρεθεί μία λιγότερο φίλα προσκείμενη κυβέρνηση προς την Τουρκία, η τελευταία επιχειρεί να προκαταλάβει τις εξελίξεις.
Ανεξάρτητα από τον ανύπαρκτο βαθμό νομιμοποίησης της προσωρινής λιβυκής κυβέρνησης για να υπογράφει συμφωνίες που δεσμεύουν τη χώρα μακροπρόθεσμα, η ενέργεια αυτή της Άγκυρας αυτονόητα ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά της Αθήνας. Και είναι αλήθεια ότι έχουμε ένα ισχυρό διπλωματικό οπλοστάσιο το οποίο μπορούμε να αξιοποιήσουμε για να αποτρέψουμε τη δημιουργία σε βάρος μας τετελεσμένων, ακόμη κι αν αυτά είναι παράνομα. Αλλά δεν πρέπει να αρκεστούμε σε προφορικές καταγγελίες. Άλλωστε, η κινητικότητα της Τουρκίας υπενθυμίζει στη δική μας πλευρά ότι το διεθνές δίκαιο, που αποτελεί σημαία της πολιτικής μας, πρέπει να λάβει σάρκα και οστά.
Πιο συγκεκριμένα, προκύπτει η ευκαιρία, και μάλιστα θεωρώ ότι έχουμε καθυστερήσει, να προβούμε στην επέκταση των χωρικών μας υδάτων νοτίως της Κρήτης. Αναφέρομαι σε ευκαιρία όχι ως ανταπόδοση στον οπορτουνισμό της Άγκυρας ή ως μία καιροσκοπική κίνηση ικανοποίησης του εγχώριου ακροατηρίου αλλά ως αφύπνιση που θα οδηγήσει στην υιοθέτηση μίας ολοκληρωμένης στρατηγικής για την προάσπιση των συμφερόντων μας. Η εν λόγω πράξη αποτελεί φυσικό επακόλουθο της επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης μας στο Ιόνιο μέχρι και το ακρωτήριο Ταίναρο της Πελοποννήσου που προηγήθηκε το 2021 αλλά και του περίφημου νόμου Μανιάτη του 2011, που έθεσε ντε φάκτο τα εξωτερικά όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας (χωρίς αυτά πάντως να έχουν οριοθετηθείμε κάποιο όμορο κράτος ή να έχουν κατατεθεί μονομερώς στον ΟΗΕ). Υπενθυμίζεται ότι το Ορούτς Ρέις διεξήγαγε σεισμικές έρευνες νοτίως του Καστελλορίζου στη δυνητική αιγιαλίτιδα ζώνη μας (μεταξύ 6 και 12 ν.μ.), και πιο συγκεκριμένα στα 7 ν.μ., κάτι που δεν πρέπει επουδενί να επιτραπεί στην περίπτωση της Κρήτης.Τις αναμενόμενα έντονες αντιδράσεις από μεριάς Τουρκίας είμαστε σε θέση να τις απορροφήσουμε και αυτό πρέπει να γνωστοποιηθεί εγκαίρως στους εταίρους μας.
Παράλληλα, πρέπει να διαγνώσουμε τις προθέσεις των Ευρωπαίων και να απαιτήσουμε την επιβολή κυρώσεων σε βάρος εταιρειών και προσώπων που τυχόν θα εμπλακούν στις ερευνητικές διαδικασίες, σε περίπτωση που θίγουν ελληνική κυριαρχία. Θα είναι προφανώς δυσκολότερο αν ζητήσουμε κυρώσεις για έρευνες σε περιοχή δυνητικών κυριαρχικών μας δικαιωμάτων (υφαλοκρηπίδα), λόγω του αρνητικού προηγούμενου με το ΟρούτςΡέις.
Εξίσου, πρέπει να κινητοποιήσουμε τον ευρωπαϊκό παράγοντα και συγκεκριμένα κράτη-μέλη (Γαλλία και Ιταλία),που έχουν ισχυρό «πάτημα» στη Λιβύη ώστε να συμβουλεύσουν και να προειδοποιήσουν την έτσι και αλλιώς αδύναμη Τρίπολη για τις συνέπειες σε περίπτωση ενεργοποίησης επί του πεδίου της παράνομης συμφωνίας με την Τουρκία.
Σε κάθε περίπτωση, η επέκταση των χωρικών μας υδάτων δεν πρέπει να γίνει αυτοτελώς αλλά να συνοδευθεί από ένα σχέδιο τόσο για τη αναστολή υλοποίησης του τουρκολιβυκού συμφώνου όσο και για την αύξηση του κόστους -που θα μπορούσε να οδηγήσει στον μετριασμό- του τουρκικού αναθεωρητισμού.
(Κωνσταντίνος Φίλης, Διευθυντής Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων & Αναπληρωτής Καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος. Επιμελείται του βιβλίου «Το Μέλλον της Ιστορίας» (εκδόσεις Παπαδόπουλος) –Το άρθρο, με μικρές διορθώσεις, έχει δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα»)