Ο νόμος περί Πτωχών του 1601 ανέθεσε την ευθύνη των φτωχών και ορφανών στις ενορίες οι οποίες στην συνέχεια αναλάμβαναν την κατασκευή των πτωχοκομείων, όπου οι διαμένοντες θα παρείχαν εργασία. Μέσα σε λίγα χρόνια όμως τα πτωχοκομεία έμοιαζαν περισσότερο με ιδρύματα σωφρονισμού, με άθλιες συνθήκες και εκμετάλλευση. Ο Νόμος αναθεωρήθηκε το 1834 οπότε και τυποποιήθηκε στη χώρα το σύστημα των πτωχοκομείων. Σύμφωνα με το νόμο αυτό καμιά βοήθεια δεν μπορούσε να δοθεί σε απόρους ή ορφανά αν δεν ζούσαν στα πτωχοκομεία και δεν εργάζονταν με τρόπους που θύμιζαν καταναγκαστικά έργα.
Βασική ιδέα, κεντρική του οικονομικού φιλελευθερισμού είναι ότι η φτώχια είναι παράπτωμα και πρέπει ο φτωχός και ευάλωτος να τιμωρείται για αυτό. Αυτό το απάνθρωπο σύστημα επικρατούσε παράλληλα με την ευγενή φιλανθρωπία , όπου εύποροι πολίτες αναλάμβαναν άτομα σε ανάγκη, άπορους και ορφανά, με ευγενή κίνητρα που τους ανύψωναν και τους καταξίωναν ηθικά.
Το σύστημα των πτωχοκομείων καταργήθηκε στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, με την ανάπτυξη της κοινωνικής πρόνοιας και της κοινωνικής ασφάλισης, όταν το κράτος ανέλαβε τις ευθύνες του. Αλλά το βασικό ερώτημα παρέμεινε: είναι το κράτος υποχρεωμένο να συνοδεύει τον πολίτη από την κούνια ως τον τάφο; Είναι υποχρέωση ή ευθύνη φιλάνθρωπων πολιτών; Δεν είναι τόσο μακριά η εποχή της Θάτσερ που εξέφρασε με τον πιο ανοιχτό τρόπο το δίλημμα αυτό. Είχε πει : «δεν υπάρχει κοινωνία. Μόνο άτομα, γυναίκες και άνδρες που οφείλουν να φροντίσουν τους εαυτούς τους».
Τις σκέψεις αυτές μου τις ξανάφεραν στο μυαλό τα όσα νοσηρά ακούμε κάθε μέρα για την Κιβωτό του Κόσμου. Χωρίς να θέλω να υπεισέλθω σε μια υπόθεση που ακόμη ερευνάται, θέλω να υποστηρίξω πόσο λάθος είναι το κράτος να εναποθέτει χωρίς όρους τις ευθύνες του σε ιδιώτες, πολίτες που μπορεί να κινούνται από γνήσια ανθρωπιστικά αισθήματα, μπορεί όμως και όχι.
Το πρόβλημα της Κιβωτού καθιστά καταφανές το μεγάλο πρόβλημα με τα φιλανθρωπικά ιδρύματα και οργανώσεις: κατά κανόνα βρίσκονται έξω από τον έλεγχο της πρόνοιας, έξω από τον κρατικό έλεγχο. Φυσικά, τέτοιες οργανώσεις και ιδρύματα υπάρχουν και θα υπάρχουν. Και αυτό γιατί έρχονται να καλύψουν κρατικά κενά και αδυναμίες και να κάνουν αυτό που το κράτος δεν μπορεί ή δεν θέλει να κάνει. Το είδαμε καθαρά στο προσφυγικό αν και εκεί ακόμη η αδυναμία ελέγχου επέτρεψε να εισχωρήσουν ΜΚΟ που καμιά θέση δεν είχαν μεταξύ των πολλών που πρόσφεραν σημαντικό έργο.
Το βασικό ερώτημα είναι πως μπορούν να συνυπάρξουν το κοινωνικό κράτος με φιλανθρωπικούς φορείς, πώς μπορούν να γίνουν οι αναγκαίοι έλεγχοι και να μπουν οι προδιαγραφές εκείνες που θα προστατέψουν τα ανυπεράσπιστα, ευάλωτα άτομα, παιδιά ή ενήλικες. Το σωστό μοντέλο δεν μπορεί να είναι το κράτος εναντίον ή απέναντι στις ΜΚΟ. Αλλά ένα κράτος που θέτει κανόνες, προδιαγραφές και είναι παρόν. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι η φιλανθρωπική δράση των ΜΚΟ έστρωσε το δρόμο για να μπορέσει το κράτος να περάσει από μια πιο νομικιστική ρύθμιση του ζητήματος των ευάλωτων ατόμων σε μια πιο παρεμβατική ρύθμιση των κοινωνικών προβλημάτων των βιομηχανικών κοινωνιών. Η δράση των ΜΚΟ που ξεπερνάει την παραδοσιακή φιλανθρωπική δράση αλλά ενεργοποιεί την κοινωνία των πολιτών μπροστά σε φλέγοντα ζητήματα, συμβάλλει στην ενεργοποίηση του πολίτη, στην διεκδίκηση ενός χώρου αυτόνομης πρωτοβουλίας. Και αυτό είναι απολύτως θετικό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το κράτος μπορεί να μεταθέτει στην κοινωνία των πολιτών τις βασικές ευθύνες του.
Και μια τελική σκέψη: Η κατάργηση της Κιβωτού και κάθε αντιστοίχου ιδρύματος δεν θα έλυνε το πρόβλημα. Προφανώς, τα παιδιά δεν μπορεί να ζουν σε ιδρύματα αλλά πρέπει να ζήσουν σε ανάδοχες οικογένειες. Αλλά δεν αρκεί το νομικό πλαίσιο για την αναδοχή να αλλάξει και να εκσυγχρονιστεί. Πρέπει η κοινωνική πρόνοια να λειτουργήσει επιτέλους σοβαρά και συστηματικά αποτελώντας έναν διαρκή μηχανισμό ελέγχου και προστασίας των παιδιών σε αναδοχή. Με τακτικούς ελέγχους και διαρκή παρουσία που δεν αφήνει κανένα παιδί μόνο του.
Ο νεοφιλελευθερισμός δεν θεώρησε ποτέ ότι το κράτος έχει υποχρεώσεις απέναντι στους πολίτες. Όμως η καθημερινότητα μας χτυπάει κατά πρόσωπο και ζητάει άμεσες απαντήσεις και άμεσες λύσεις. Η κοινωνία των πολιτών δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποκαταστήσει το κράτος. Μπορούν όμως να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για αγαστή και ουσιαστική συνεργασία μεταξύ των δυο προς όφελος των πιο ευάλωτων και σε τελική ανάλυση του κοινωνικού συνόλου.
Της Μαριλένας Κοππά, Αναπλ. Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής , Πάντειο Πανεπιστήμιο, Μέλος ΔΣ του ΙΔΙΣ.