Από τα πρώτα πράγματα με τα οποία έρχεται σε επαφή ένας ευρωβουλευτής στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο είναι τα λόμπι ή ομάδες συμφερόντων. Σκοπός τους είναι η ενημέρωση και ο επηρεασμός της ψήφου των ευρωβουλευτών, μερικές φορές με κάθε μέσο..
Οι λομπίστες κυκλοφορούν ελεύθερα στο Ευρωκοινοβούλιο και μπορούν να χτυπούν την πόρτα των γραφείων των ευρωβουλευτών ζητώντας συνάντηση. Ειδικά όταν πλησιάζει η ψήφιση σημαντικών νομοθετημάτων για τον σκοπό τον οποίο υπηρετούν, οι επισκέψεις γίνονται πιο συχνές, τα αιτήματα πιο φορτικά. Φυσικά, εναπόκειται στον ευρωβουλευτή να τους δεχθεί ή όχι.
Το επιχείρημα της παρουσία τους είναι απλό και σε ένα βαθμό έχει και βάση: οι ευρωβουλευτές δεν μπορεί να γνωρίζουν όλες τις πτυχές ενός θέματος και πρέπει να μπορούν να συνομιλούν με τους άμεσα ενδιαφερόμενους και με την κοινωνία. Άρα έχει σημασία οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να τους ενημερώσουν και ενδεχομένως να τους αλλάξουν άποψη. Και όταν μιλάμε για λόμπι δεν είναι αποκλειστικά τα πλούσια κράτη, όπως το Κατάρ ή μεγάλες εταιρείες (ενέργειας, τροφίμων, αυτοκινήτων και λοιπά). Οι λομπίστες εκπροσωπούν ολόκληρους κλάδους (πχ των Εταιρειών Καπνού) αλλά και συνδικάτα, ενώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και χώρες που προωθούν ένα συγκεκριμένο θέμα, όπως για παράδειγμα η Αρμενία που επιδιώκει συστηματικά την συμπερίληψη της γενοκτονίας των Αρμενίων σε κάθε ψήφισμα σχετικά με την Τουρκία. Εκτιμάται ότι 48.000 άτομα δουλεύουν στις Βρυξέλλες σε οργανισμούς που επιδιώκουν να επηρεάσουν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, με 7.500 (!) από αυτούς να έχουν πιστοποίηση για να εισέλθουν στο ΕΚ. Οι λομπίστες εντός του Κοινοβουλίου είναι τόσο πολλοί που συχνά αναφέρεται ότι «οι μισοί που βρίσκονται στο κτίριο κάνουν lobbying στους άλλους μισούς».
Από το 2011,επιχειρώντας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, το Κοινοβούλιο προώθησε την υιοθέτηση ένα European Transparencyregister ή Ευρωπαϊκό Μητρώο Διαφάνειας που στόχο έχει την καταγραφή όλων των ομάδων και οργανώσεων που δρουν στο ΕΚ με στόχο να επηρεάσουν την διατύπωση αλλά και εφαρμογή της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Ήδη έχουν καταγραφεί 12.000 οργανώσεις. Αν και αρχικά ήταν προαιρετική η εγγραφή των λόμπι, από τον Σεπτέμβριο του 2021 έχει γίνει υποχρεωτική καθώς και των ονομάτων αυτών που τα εξυπηρετούν και των προϋπολογισμών που διαθέτουν. Αφορά δε όχι μόνο το ΕΚ πλέον, αλλά και την Επιτροπή και το Συμβούλιο. Το ΕΚ επιπλέον συνιστά στα μέλη του να κοινοποιούν τις συναντήσεις τους με λόμπι και να συναντούν μόνο αυτά που είναι εγγεγραμμένα στο μητρώο, και με παρουσία τρίτου προσώπου. Αυτό το τελευταίο εναπόκειται στην καλή θέληση του ευρωβουλευτή.
Μπορείς να ρυθμίσεις απόλυτα αυτή την πραγματικότητα; Και αρκεί η ρύθμιση; Είναι αμφίβολο. Πάντα υπάρχουν τρόποι να παρακάμψει κάποιος την νομοθεσία. Δεδομένου δε ότι αρκετοί πρώην ευρωβουλευτές μετά τη θητεία τους παραμένουν στις Βρυξέλλες ως λομπίστες, η επαφή τους με πρώην συναδέλφους τους είναι πολύ πιο απλή και εύκολη, εντός ή εκτός του κτιρίου του Κοινοβουλίου.
Οι ομάδες συμφερόντων αλλά και οι άλλες ενώσεις και οργανώσεις είναι μια πραγματικότητα. Στο τέλος όμως είναι πάντα ο συγκεκριμένος ευρωβουλευτής και οι αντιστάσεις που έχει, τόσο στην επιρροή όσο και σε πιέσεις, διαφθορά και χρηματισμό. Όσο πλήρες και αν είναι το θεσμικό οπλοστάσιο, τελικά το άτομο παίζει τον κεντρικό ρόλο. Γιατί δεν πρέπει ο ευρωβουλευτής να μην υποκύπτει στις πιέσεις ή να μην εκμαυλίζεται γιατί φοβάται. Πρέπει να το κάνει γιατί νιώθει ότι αυτό αλλοιώνει το ρόλο του. Για αυτό το λόγο και οι μισθοί είναι τέτοιοι ώστε να μην μπαίνει καν στον πειρασμό.
Όμως σε τελική ανάλυση ο μεγάλος χαμένος από τα θλιβερά γεγονότα των τελευταίων ημερών είναι πρωτίστως η ΕΕ. Το Κοινοβούλιο, άμεσα εκλεγμένο από τους ευρωπαίους πολίτες, είναι ο θεσμός με την μεγαλύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση. Το σκάνδαλο αυτό πλήττει τα θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος δυναμιτίζοντας την εμπιστοσύνη του πολίτη στο ΕΚ , ταΐζοντας το τέρας της ακροδεξιάς, του Ευρωσκεπτικισμού και των φασιστοειδών.
Οφείλουμε όλοι να αντισταθούμε σε αυτό. Και, όσο κι αν μέσα στην αθλιότητα που παρακολουθούμε είναι δύσκολο, να πούμε και να πιστέψουμε ότι μια άλλη Ευρώπη είναι αναγκαία και είναι εφικτή. Εξάλλου η Ευρώπη προχωράει μέσα από τις κρίσεις της και πάντα ήταν και παραμένει ένα πεδίο μάχης. Και αυτή τη μάχη, για την Ευρώπη και τη Δημοκρατία αξίζει να την δώσουμε.
(Η Μαριλένα Κοππά είναι Αν. Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Πρώην Ευρωβουλευτής)